22 Ιουν 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ




Ο Απόστολος  Κυριακή της Πεντηκοστής

Κείμενο.
(Πραξ. β´ 1-11) 
Εν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες  οἱ ἀπόστολοι ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό. Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος ῾Αγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼςτὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι. ῏Ησαν δὲ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ κατοικοῦντες ᾿Ιουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν· γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν. ᾿Εξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· Οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι; Καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν, Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ ᾿Ελαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, ᾿Ιουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν ᾿Ασίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες ῾Ρωμαῖοι, ᾿Ιουδαῖοί τε καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ ῎Αραβες, ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;

Απόδοση σε απλή γλώσσα
Όταν ἔφτασε ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἦταν ὅλοι μαζὶ συγκεντρωμένοι μὲ ὁμοψυχία στὸ ἴδιο μέρος. Ξαφνικὰ ἦρθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μιὰ βουὴ σὰν νὰ φυσοῦσε δυνατὸς ἄνεμος, καὶ γέμισε ὅλο τὸ σπίτι ὅπου ἔμεναν. ᾿Επίσης τοὺς παρουσιάστηκαν γλῶσσες σὰν φλόγες φωτιᾶς, ποὺ μοιράστηκαν καὶ κάθισαν ἀπὸ μία στὸν καθένα ἀπ’ αὐτούς. ῞Ολοι τότε πλημμύρισαν ἀπὸ Πνεῦμα ῞Αγιο καὶ ἄρχισαν νὰ μιλοῦν σὲ ἄλλες γλῶσσες, ἀνάλογα μὲ τὴν ἱκανότητα ποὺ τοὺς ἔδινε τὸ Πνεῦμα. Στὴν ῾Ιερουσαλὴμ βρίσκονταν τότε εὐσεβεῖς ᾿Ιουδαῖοι ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου. ῞Οταν ἀκούστηκε αὐτὴ ἡ βουή, συγκεντρώθηκε πλῆθος ἀπ’ αὐτοὺς καὶ ἦταν κατάπληκτοι, γιατὶ ὁ καθένας τους ἄκουγε τοὺς ἀποστόλους νὰ μιλᾶνε στὴ δική του γλώσσα. Εἶχαν μείνει ὅλοι ἐκστατικοὶ καὶ μὲ ἀπορία ἔλεγαν μεταξύ τους· «Μὰ αὐτοὶ ὅλοι ποὺ μιλᾶνε δὲν εἶναι Γαλιλαῖοι; Πῶς, λοιπόν, ἐμεῖς τοὺς ἀκοῦμε νὰ μιλᾶνε στὴ δική μας μητρικὴ γλώσσα; Πάρθοι, Μῆδοι καὶ ᾿Ελαμίτες, κάτοικοι τῆς Μεσοποταμίας, τῆς ᾿Ιουδαίας καὶ τῆς Καππαδοκίας, τοῦ Πόντου καὶ τῆς ᾿Ασίας, τῆς Φρυγίας καὶ τῆς Παμφυλίας, τῆς Αἰγύπτου, καὶ ἀπὸ τὰ μέρη τῆς λιβυκῆς Κυρήνης, Ρωμαῖοι ποὺ εἶναι ἐγκατεστημένοι ἐδῶ, Κρητικοὶ καὶ ῎Αραβες, ὅλοι ἐμεῖς, εἴτε ἰουδαϊκῆς καταγωγῆς εἴτε προσήλυτοι, τοὺς ἀκοῦμε νὰ μιλοῦν στὶς γλῶσσες μας γιὰ τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ».



Το Ευαγγέλιο   Κυριακή της Πεντηκοστής


Κείμενο
(᾿Ιω. ζ´ 37-52, η´ 12)
Τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ᾿Εάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ῾Ο πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα ῞Αγιον, ὅτι ᾿Ιησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. Πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· ἄλλοι ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· ἄλλοι ἔλεγον· Μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; Οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυΐδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; Σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι᾿ αὐτόν. Τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ᾿ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας. ῏Ηλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· Διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; ᾿Απεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. ᾿Απεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· Μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; ἀλλ᾿ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! Λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτόν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ᾿ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; ᾿Απεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς ἐλάλησε λέγων· ᾿Εγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾿ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.

Απόδοση σε απλή γλώσσα
Τὴν τελευταία μέρα τῆς γιορτῆς, τὴν πιὸ λαμπρή, στάθηκε ὁ ᾿Ιησοῦς μπροστὰ στὸ πλῆθος καὶ φώναξε· «῞Οποιος διψάει, νὰ ᾿ρθεῖ σ’ ἐμένα καὶ νὰ πιεῖ. Μέσα ἀπὸ κεῖνον ποὺ πιστεύει σ’ ἐμένα, καθὼς λέει ἡ Γραφή, ποτάμια ζωντανὸ νερὸ θὰ τρέξουν». Αὐτὸ τὸ εἶπε ὁ ᾿Ιησοῦς ἐννοώντας τὸ Πνεῦμα ποὺ θὰ ἔπαιρναν ὅσοι πίστευαν σ’ αὐτόν. Γιατί, τότε ἀκόμα δὲν εἶχαν τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα, ἀφοῦ ὁ ᾿Ιησοῦς δὲν εἶχε δοξαστεῖ μὲ τὴν ἀνάσταση. Πολλοὶ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ πλῆθος, ποὺ ἄκουσαν αὐτὰ τὰ λόγια, ἔλεγαν· «Αὐτὸς εἶναι πραγματικὰ ὁ προφήτης ποὺ περιμένουμε». ῎Αλλοι ἔλεγαν· «Αὐτὸς εἶναι ὁ Μεσσίας». ᾿Ενῶ ἄλλοι ἔλεγαν· «῾Ο Μεσσίας θὰ ᾿ρθεῖ ἀπὸ τὴ Γαλιλαία; ῾Η Γραφὴ δὲν εἶπε πὼς ὁ Μεσσίας θὰ προέρχεται ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Δαβὶδ καὶ θὰ γεννηθεῖ στὴ Βηθλεέμ, τὸ χωριὸ καταγωγῆς τοῦ Δαβίδ;» Διχάστηκε, λοιπόν, τὸ πλῆθος ἐξαιτίας του. Μερικοὶ ἀπ’ αὐτοὺς ἤθελαν νὰ τὸν πιάσουν, κανεὶς ὅμως δὲν ἅπλωνε χέρι πάνω του. Γύρισαν, λοιπόν, πίσω οἱ φρουροὶ στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ στοὺς Φαρισαίους, κι αὐτοὶ τοὺς ρώτησαν· «Γιατί δὲν τὸν φέρατε;» Οἱ φρουροὶ ἀπάντησαν· «Ποτὲ ἄνθρωπος δὲν μίλησε ὅπως αὐτός». Τοὺς ξαναρώτησαν τότε οἱ Φαρισαῖοι· «Μήπως παρασυρθήκατε κι ἐσεῖς; Πίστεψε σ’ αὐτὸν κανένα μέλος τοῦ συνεδρίου ἢ κανεὶς ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους; Μόνον αὐτὸς ὁ ὄχλος πιστεύει, ποὺ δὲν ξέρουν τὸν νόμο τοῦ Μωυσῆ καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι καταραμένοι». Τοὺς ρώτησε τότε ὁ Νικόδημος, ποὺ ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ἐκεῖνος ποὺ εἶχε πάει στὸν ᾿Ιησοῦ νύχτα λίγον καιρὸ πρίν· «Μήπως μποροῦμε σύμφωνα μὲ τὸν νόμο μας νὰ καταδικάσουμε ἕναν ἄνθρωπο, ἂν πρῶτα δὲν τὸν ἀκούσουμε καὶ δὲν μάθουμε τὶ ἔκανε;» Αὐτοὶ τοῦ εἶπαν· «Μήπως κατάγεσαι κι ἐσὺ ἀπὸ τὴ Γαλιλαία; Μελέτησε τὶς Γραφὲς καὶ θὰ δεῖς πὼς κανένας προφήτης δὲν πρόκειται νὰ ἔρθει ἀπὸ τὴ Γαλιλαία». Τότε ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς μίλησε πάλι καὶ τοὺς εἶπε· «᾿Εγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὅποιος μὲ ἀκολουθεῖ δὲν θὰ πλανιέται στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ θὰ ἔχει τὸ φῶς ποὺ ὁδηγεῖ στὴ ζωή».

ΣΚΕΨΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ   (Του Αρχιμ. Επιφανείου Οικονόμου)

Αγαθωσύνη, Πραότητα, Εγκράτεια 
 
Κατά την σημερινή Κυριακή της Πεντηκοστής, αγαπητοί μου 
αδελφοί, η Αγία μας Εκκλησία εορτάζει την γενέθλια ημέρα Της. Τιμά την ευλογημένη και ιστορική εκείνη ώρα και στιγμή, κατά την οποία το Πνεύμα το Άγιο, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον, το λαλήσαν διά των Προφητών, κατέρχεται, εν είδει πυρίνων γλωσσών, επί των Αγίων Αποστόλων και τους καθιστά, από απλούς, φοβισμένους και τρομοκρατημένους ψαράδες, σε λέοντες της πίστεως και διαπρύσιους κήρυκες του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού. Αυτή την ημέρα η Εκκλησία μας συγκροτείται ως πνευματικός θεσμός μέσα στον κόσμο, με την δύναμη και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, που λαμβάνουμε, πλέον, τα μέλη Της, διά του Ιερού Μυστηρίου του Βαπτίσματος. Είναι η εορτή αυτή αφορμή να προσεγγίσουμε το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος μέσα από τους καρπούς Του, που εκχέονται αφειδώς στον κόσμο και στην ιστορία και μπορεί να βιώσει κανείς αυθεντικά μόνον εντός της Εκκλησίας. Τους καρπούς αυτούς παραθέτει ο Απόστολος Παύλος στην προς Γαλάτας επιστολή του: 
«είναι η χαρά, η αγάπη, η ειρήνη, η μακροθυμία, η χρηστοήθεια, η 
αγαθωσύνη, η πίστη, η πραότητα, η εγκράτεια»
Έχοντας προ ετών ομιλήσει για την αγάπη, την ειρήνη και την 
πίστη2, θα αναλύσουμε σήμερα άλλους τρεις Αγιοπνευματικούς 
καρπούς, μέσα από τους οποίους θα γνωρίσουμε τις ενέργειες του 
Παρακλήτου στη ζωή μας· την μακροθυμία, την χρηστότητα και την αγαθωσύνη. 
Η μακροθυμία από μόνη της δεν υφίσταται, αλλά είναι προϊόν 
και συνέπεια της αγάπης, μέτρο της οποίας είναι ακριβώς το ότι δεν έχει μέτρο, δεν έχει τέλος. Η μακροθυμία αναδέχεται τα λάθη των άλλων, μετατρέπει τον άνθρωπο σε πρόσωπο υπομονής και καρτερίας, φέρνει διαρκώς στο προσκήνιο των ενεργειών και των επιλογών την δική του ατέλεια και ανεπάρκεια, που, με τη σειρά της, έχει ανάγκη από την ανοχή και τη συγγνώμη των άλλων. Η μακροθυμία είναι έργο και εικόνα της Σταυρωμένης αγάπης του Χριστού, που μπόρεσε να συγχωρήσει και ν’ αμνηστεύσει τους σταυρωτές της.
Άμεσα συνδεδεμένη με τον την μακροθυμία είναι η χρηστότητα,
που υπερβαίνει τη μακροθυμία στο γεγονός ότι καθιστά τον άνθρωπο αγαπητικό και ανεκτικό απέναντι σ’ εκείνον που τον έχει βλάψει και τον έχει πικράνει. Εισάγει δηλ. ένα τρόπο ζωής, κατά πολύ ανώτερο από τον συνηθισμένο που μάς θέλει καλούς σ’ εκείνους που είναι καλοί μαζί μας και αγαπητικούς σ’ εκείνους που μάς αγαπούν. Αλλά αυτός είναι ο εύκολος δρόμος, τον οποίο δε χρειάζεται να είναι κανείς Χριστιανός για να βαδίσει. Ο δρόμος της Χρηστότητος «θέλει πλήρη και τελεία μεταμόρφωση της καρδιάς. Θέλει τελείαν απαλλαγήν από τον εγωισμό μας. Ο εγωισμός είναι μεγάλο εμπόδιο στο να δείχνουμε χρηστότητα. Γιατί μάς κάνει ν’ αντιδρούμε για την κακή στάση του 
άλλου απέναντι μας. Και εξεγείρει εντός μας την τάσιν της 
εκδικήσεως και του μίσους»3
Ο επόμενος καρπός, η αγαθωσύνη, είναι το υπόδειγμα της 
έμπρακτης αγάπης προς κάθε άνθρωπο ο οποίος έχει ανάγκη βοηθείας, 
ενίσχυσης και προστασίας. Είναι αυτός που εμπνέει και οριοθετεί το έργο της Εκκλησίας στο χώρο της κοινωνικής μέριμνας και 
φιλανθρωπίας, ένα χώρο όπου η Εκκλησία λειτουργεί ως μάνα που αφουγκράζεται τους πόνους και κοπιάζει για ν’ απαλύνει το δράμα των παιδιών της. Το έργο αυτό καταξιώνεται κυρίως στην εποχή μας, μια εποχή ανάλγητη και απάνθρωπη, όπου οι σχέσεις των ανθρώπων χαρακτηρίζονται από το συμφέρον και τις συγκυρίες της στιγμής. Και σ’ αυτή την εποχή η Εκκλησία μας ανοίγει την αγκαλιά της αγάπης της προς όλους, ανεξαρτήτως φυλής, καταγωγής, εθνικότητας και θρησκεύματος και πράττει το αγαθό, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπο το κάθε πάσχοντος αδελφού την εικόνα του ίδιου του Θεού. «Η αγαθωσύνη, ως καρπός του Αγίου Πνεύματος, δίνεται «δωρεάν», αρκεί 
να δείξουμε στον Δωρεοδότη Κύριο την καλή μας διάθεση και την 
επιθυμία να τον αποκτήσουμε. Εν τέλει, μπορούμε να πούμε πως η 
αγαθωσύνη δεν εξαρτάται τόσο από το αν έχουμε ή δεν έχουμε γεμάτη την αποθήκη ή το πορτοφόλι, όσο από το αν έχουμε ή δεν έχουμε γεμάτη την καρδιά μας. Η άδεια καρδιά είναι η χειρότερη φτώχεια, ακόμη κι αν είμαστε υλικά πάμπλουτοι. Η άδεια καρδιά είναι ικανή να μάς καταντήσει φτωχούς αιωνίως…»
Ας πλουτίσουμε την ψυχή μας, αδελφοί μου, με την μακροθυμία, την χρηστότητα και την αγαθωσύνη, τους καρπούς εκείνους του Παναγίου Πνεύματος που μπορούν να μάς καταστήσουν αληθινά φιλόθεους και πραγματικά φιλάνθρωπους. ΑΜΗΝ!