23 Φεβ 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ 24 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2013

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ (Β´ Τιμ. γ´ 10-15) 

Κείμενο

Τέκνον Τιμόθεε, παρηκολούθηκάς μου τῇ διδασκαλίᾳ, τῇ ἀγωγῇ, τῇ προθέσει, τῇ πίστει, τῇ μακροθυμίᾳ, τῇ ἀγάπῃ, τῇ ὑπομονῇ, τοῖς διωγμοῖς, τοῖς παθήμασιν, οἷά μοι ἐγένοντο ἐν ᾿Αντιοχείᾳ, ἐν ᾿Ικονίῳ, ἐν Λύστροις. Οἵους διωγμοὺς ὑπήνεγκα! καὶ ἐκ πάντων με ἐρρύσατο ὁ Κύριος. Καὶ πάντες δὲ οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ διωχθήσονται· πονηροὶ δὲ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον, πλανῶντες καὶ πλανώμενοι. Σὺ δὲ μένε ἐν οἷς ἔμαθες καὶ ἐπιστώθης, εἰδὼς παρὰ τίνος 
ἔμαθες, καὶ ὅτι ἀπὸ βρέφους τὰ ἱερὰ γράμματα οἶδας, τὰ δυνάμενά σε σοφίσαι εἰς σωτηρίαν διὰ πίστεως τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ.
 
 
 
Απόδοση σε απλή γλώσσα

Τέκνον Τιμόθεε, ἐσὺ συμπορεύτηκες μαζί μου στὴ διδασκαλία, στὸν τρόπο ζωῆς, στοὺς σκοπούς, στὴν πίστη, στὴ μακροθυμία, στὴν ἀγάπη, στὴν ὑπομονή, στοὺς διωγμούς, στὰ παθήματα σὰν αὐτὰ ποὺ ὑπέμεινα στὴν ᾿Αντιόχεια, στὸ ᾿Ικόνιο, στὰ Λύστρα. Τί διωγμοὺς ὑπέφερα! Κι ἀπ’ ὅλα μὲ γλίτωσε ὁ Κύριος. Κι ὄχι μόνο ἐγώ, ἀλλὰ καὶ ὅλοι ὅσοι θέλουν νὰ ζήσουν μὲ εὐσέβεια, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, θὰ ἀντιμετωπίσουν διωγμούς. Μόνο οἱ πονηροὶ ἄνθρωποι καὶ οἱ ἀπατεῶνες θὰ προκόβουν στὸ χειρότερο· θὰ ἐξαπατοῦν τοὺς ἄλλους καὶ οἱ ἄλλοι θὰ τοὺς ἐξαπατοῦν. ᾿Εσὺ ὅμως νὰ μένεις σ’ αὐτὰ ποὺ ἔμαθες καὶ ποὺ γιὰ τὴν ἀξιοπιστία τους ἔχεις τεκμήρια. Ξέρεις ἀπὸ ποιὸν τὰ ἔμαθες· καὶ μὴ λησμονεῖς ὅτι ἀπὸ τὴ βρεφική σου ἡλικία γνωρίζεις τὴ Γραφή, ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ κάνει σοφὸ ὁδηγώντας σε στὴ σωτηρία διὰ τῆς πίστεως στὸν ᾿Ιησοῦ Χριστό.


ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ (Λουκ. ιη´ 10-14) 

Κείμενο

Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην· ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. ῾Ο Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς οὗτος ὁ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκατῶ πάντα ὅσα κτῶμαι. Καὶ ὁ τελώνης 
μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπᾶραι, ἀλλ᾿ ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων· ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ.

Λέγω ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ γὰρ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.

Απόδοση σε απλή γλώσσα

Εἶπε ὁ Κύριος τήν παραβολή· Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στὸν ναὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν, ὁ ἕνας ἦταν Φαρισαῖος κι ὁ ἄλλος τελώνης. ῾Ο Φαρισαῖος στάθηκε ἐπιδεικτικὰ κι ἔκανε τὴν ἑξῆς προσευχὴ σχετικὰ μὲ τὸν ἑαυτό του· “Θεέ μου, σ’ εὐχαριστῶ ποὺ ἐγὼ δὲν εἶμαι σὰν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους ἅρπαγας, ἄδικος, μοιχός, ἢ καὶ σὰν αὐτὸν ἐδῶ τὸν τελώνη. ᾿Εγὼ νηστεύω δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα καὶ δίνω στὸν ναὸ τὸ δέκατο ἀπ’ ὅλα τὰ εἰσοδήματά μου”. ῾Ο τελώνης, ἀντίθετα, στεκόταν πολὺ πίσω καὶ δὲν τολμοῦσε οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώσει στὸν οὐρανό. Χτυποῦσε τὸ στῆθος του καὶ ἔλεγε· “Θεέ μου, σπλαχνίσου με τὸν ἁμαρτωλό”.

Σᾶς βεβαιώνω πὼς αὐτὸς ἔφυγε γιὰ τὸ σπίτι του ἀθῶος καὶ συμφιλιωμένος μὲ τὸν Θεό, ἐνῶ ὁ ἄλλος ὄχι· γιατὶ ὅποιος ὑψώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ταπεινωθεῖ, κι ὅποιος τὸν ταπεινώνει θὰ ὑψωθεῖ».


Σκέψεις στο Ευαγγέλιο της Κυριακής
(από την Ι.Μ. Σερβίων και Κοζάνης)
Μὲ τὴν σημερινὴ Κυριακή, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,  ἐγκαινιάζεται γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας ἡ λεγομένη περίοδος τοῦ Τριωδίου ἢ ἀλλιῶς μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀπὸ σήμερα ἀρχίζουν οἱ κινητὲς γιορτὲς  πρὶν ἀπὸ τό Πάσχα. Ἡ περίοδος αὐτή, ἡ ὁποῖα κλείνει μὲ τὴν ἔνδοξη Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας, δημιουργεῖ μὲ ὅσα ψάλλονται καὶ τελοῦνται στοὺς ἱεροὺς Ναούς μεγάλες καὶ ἱερὲς συγκινήσεις καλώντας συγχρόνως τοὺς πιστοὺς σὲ  πνευματικὸ ἀγῶνα. Ἔτσι μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ  Φαρισαίου ποὺ ἀκούσαμε διδασκόμαστε γιὰ τό κακὸ ποὺ προκαλεῖ  στὸν ἄνθρωπο ἡ ὑπερηφάνεια καὶ παράλληλα γιὰ τὴν ὠφέλεια τῆς πραγματικῆς προσευχῆς καὶ τῆς ταπείνωσης.
        Οἱ δύο ἄνθρωποι ποὺ ἀνέβηκαν στὸ ἱερὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν, σύμφωνα μὲ τήν εὐαγγελικὴ ἀφήγηση, ξεκίνησαν ὁ καθένας ἀπὸ μιὰ διαφορετικὴ αἰτία. Καὶ αὐτὸ γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγμή. Ὁ μὲν Φαρισαῖος πῆγε  στὸ Ναό, διότι ἦταν δημόσιος τόπος λατρείας, πιὸ δημόσιος ἀπὸ τὶς γωνιὲς καὶ τοὺς δρόμους τῆς πόλης. Ἐκεῖ θὰ τὸν ἔβλεπαν περισσότεροι ἄνθρωποι, θὰ ἐπικροτοῦσαν τὴν εὐλάβεια του καὶ  ἔτσι  θὰ ἱκανοποιοῦνταν ὁ ἐγωισμὸς του. Ὁ δὲ Τελώνης πῆγε στὸ Ἱερὸ, ὄχι μόνο διότι ἦταν τόπος καθορισμένος γιὰ κοινὴ λατρεία, σὰν οἶκος προσευχῆς, ἀλλά καὶ γιὰ ἕνα ἀκόμη σοβαρὸ λόγο: ἤθελε νὰ βρῆ παρηγοριὰ καὶ ἀνακούφιση στὴ συνείδησή του, ἡ ὁποῖα τὸν βασάνιζε ἀκριβῶς ἐπειδὴ αἰσθανόταν ὅτι ἦταν ἁμαρτωλός.
Ἡ προσευχὴ τὴν ὁποῖα κάνουν καὶ οἱ δύο πρὸς τὸν Θεὸ, εἶναι ἡ νοερὰ, ἡ ἀτομικὴ προσευχή. Ὅμως αὐτὸ ποὺ κάνει ὁ Φαρισαῖος δὲν εἶναι κἂν προσευχή, ἀλλὰ εἶναι ἐπίδειξη τῶν προσόντων ποὺ πίστευε ὅτι εἶχε: «οὐκ εἰμι ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων». Δηλαδὴ, οὔτε λίγο οὔτε πολὺ, ἦταν σὰν νὰ ἀνάγκαζε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀνταμείψει γιὰ τὶς ἀρετές του.  «Νηστεύω δύο φόρες τήν ἑβδομάδα καὶ δίνω στὸ Ναὸ τό δέκατο ἀπὸ τά εἰσοδήματα μου». Ὁ Τελώνης ἀντίθετα, συντετριμμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, φωνάζει μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του: «Θεέ μου, συγχώρεσε με τόν ἁμαρτωλό».
Ἡ στάση τοῦ Φαρισαίου εἶναι προκλητικὴ, κάτι ποὺ συμβαίνει μὲ ὅλους ἐκείνους τούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἔχουν πωρωμένη τήν συνείδησή τους. Στέκονται καὶ αὐτοί ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὑπερήφανοι σὰν νὰ εἶναι ἀναμάρτητοι. Ἀντὶ δηλαδὴ νὰ ζητήσουν τό ἔλεος Του, γιὰ νὰ τοὺς ἐνισχύσει στὸν ἀγῶνα ἐναντίον τοῦ κακοῦ,  ἀντὶ νὰ Τὸν εὐχαριστήσουν γιὰ τὶς δωρεὲς καὶ τὶς χαρὲς ποὺ τοὺς παρέχει, δικαιώνουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους: «Δὲν σκότωσα…» λένε οἱ περισσότεροι.  Πράγματι, ἴσως νὰ μὴν ἀφαίρεσαν τὴ ζωὴ κάποιου συνανθρώπου τους, ὅμως φόνος εἶναι καὶ ἡ συκοφαντία καὶ ὅ,τι δήποτε ἄλλο μπορεῖ νὰ βλάψει τήν προσωπικότητα καὶ τό ἦθος τοῦ ἀδελφοῦ  τους. Ἡ ἀφαίρεση τῆς ζωῆς καὶ ἡ δηλητηρίαση τῶν συνειδήσεων, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τήν συκοφαντία, εἶναι ἐξ ἴσου μεγάλες ἁμαρτίες, ἐπειδὴ καὶ τὰ δύο εἶναι ἔργα τοῦ διαβόλου.
Ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ τὸ κακὸ ποὺ τοῦ συνέβαινε. Ὁ ἐγωϊσμὸς τύφλωσε τά μάτια τῆς ψυχῆς του  καὶ δὲν ἔβλεπε τόν δρόμο ποὺ θὰ τόν ὁδηγοῦσε στὴ  σωτηρία του. Ἀντίθετα ὁ Τελώνης, μὲ τήν ταπείνωση καὶ μὲ τήν  συναίσθηση ὅτι εἶναι ἁμαρτωλὸς, σώθηκε. Ἡ στάση αὐτὴ μᾶς διδάσκει πὼς πρέπει νὰ ἀγωνιζόμαστε τόν πνευματικὸ μας ἀγῶνα μὲ ταπεινοφροσύνη, ἐπειδὴ αὐτή εἶναι ποὺ τελειοποιεῖ  τούς ἀνθρώπους καὶ ἀνακηρύσσει τοὺς ἁγίους. Ὁ ἱερὸς Αὐγουστῖνος τήν ὀνομάζει «μείζονα τῶν ἀρετῶν» καὶ σὲ ἕνα του βιβλίο γράφει: «Ἂν μὲ ρωτήσεις τὶ εἶναι πρῶτο στὸ χριστιανισμὸ  θὰ ἀπαντήσω: Ἡ ταπεινοφροσύνη. Τὶ δεύτερο; Ἡ  ταπεινοφροσύνη. Τὶ τρίτο; Ἡ  ταπεινοφροσύνη, διότι χωρὶς αὐτὴν καὶ ἡ  πιὸ μεγάλη ἀρετὴ καταντᾶ κακία».
Ἀνέβηκαν καὶ οἱ δύο στὸ ἱερὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Ὁ  Φαρισαῖος  δὲν κατάφερε νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τὸν Θεό, διότι ἡ   ἀλαζονεία του δὲν τὸν ἄφηνε νὰ προσευχηθῆ μέ εἰλικρίνεια. Ὅμως ὁ Τελώνης, μὲ τὴν ψυχικὴ του συντριβὴ, κατάφερε ὥστε ἡ προσευχή του νὰ φθάσει στὸ θρόνο τοῦ Κυρίου καὶ νὰ φύγει ἀπό τόν Ναὸ γιὰ τὸ σπίτι του «δικαιωμένος». Γι” αὐτὸ καὶ ὁ Ἅγιος  Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μᾶς λέει πὼς ἡ εἰλικρινὴς προσευχὴ   «ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανὸ καὶ ἀφοῦ ξεπεράσει ἀκόμη καὶ κάθε τὶ τὸ ἐπουράνιο, κάθε θεωρητικὴ σκέψη περὶ Θεοῦ, τὸν φέρνει μπροστὰ  σ’ αὐτὸν τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ ποὺ εἶναι πάνω ἀπ” ὅλα». Εἶναι δηλαδὴ ἡ προσευχή ἀνέβασμα, συνάντησις μὲ τὸν Θεὸ καὶ παράστασις μπροστὰ Του.
Γιατὶ ὅμως χρειάζεται ἡ προσευχή, αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ἀνάβαση στὸν οὐρανὸ, προκειμένου νὰ συναντήσουμε τὸ Θεό; Μήπως ὁ Θεὸς δὲν εἶναι πανταχοῦ παρὼν; Δὲν εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος «ἐν αὐτῷ ζῷμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν;» Σίγουρα καὶ εἶναι πανταχοῦ παρών, ὅμως σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ ὁ  οὐρανὸς εἶναι ὁ χῶρος τῆς κατοικίας τοῦ Θεοῦ. «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς» λέμε στὴν Κυριακὴ προσευχή, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς βρίσκεται μακριὰ μας, στὸν οὐρανό, ἀλλὰ σημαίνει ὅτι ἐμεῖς μὲ τὸν νοῦ μας καὶ τήν καρδιὰ μας εἴμαστε ἀπομακρυσμένοι ἀπ’ αὐτόν, διότι ἔχουμε στραμμένη τὴν προσοχή μας στὰ γήϊνα καὶ πρόσκαιρα.
Τὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ἀδελφοί μου, μᾶς δείχνει τὸν δρόμο τῆς νίκης γιὰ τὰ  πάθη  μας  ποὺ προέρχονται ἀπὸ τήν ὑπερηφάνεια. Ἡ  δὲ Ἐκκλησία,  σὰν καλὴ παιδαγωγός, τώρα ποὺ ἀρχίζει τό Τριώδιο, μὲ στοργὴ καὶ ἀγάπη μᾶς ὁδηγεῖ   γιὰ νὰ φθάσουμε στὶς ἅγιες ἡμέρες τοῦ Πάσχα πνευματικὰ καθαροὶ καὶ ἕτοιμοι ὥστε νὰ δεχθοῦμε τὸν ἀναστημένο Κύριο. Νὰ μὴν ξεχνᾶμε ποτέ ὅτι ἔχουμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε ἕναν ὕπουλο ἐχθρὸ, τὴν ἁμαρτία, καὶ πρέπει σιγὰ – σιγὰ νὰ ἐνισχυθοῦμε μὲ ἐκεῖνα τά πνευματικὰ ἐφόδια ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ τὴν ἀντιμετωπίσουμε προτοῦ αὐτὴ μᾶς καταβάλει καὶ μᾶς νικήσει.
        Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἕνα ἰδιόμελο τοῦ Τριωδίου τοῦ ἑσπερινοῦ μᾶς λέει χαρακτηριστικὰ: «Μὴ προσευξώμεθα φαρισαϊκῶς ἀδελφοί. Ὁ γὰρ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται,  ταπεινωθῶμεν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τελωνικῶς διὰ νηστείας κράζοντες  ‘‘ Ἱλάσθητι ἡμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς’’». Μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ταπείνωση οἱ ἥρωες τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ Ἅγιοι, κερδίσαν τὸν Παράδεισο. Γι” αὐτὸ κι ἐμεῖς ἂς προσευχόμαστε σωστὰ καὶ ἄς μὴν ξεχνᾶμε ποτὲ ὅτι αὐτὸς ποὺ ὑψώνει τὸν ἑαυτό του ταπεινώνεται. Ἂς ταπεινωθοῦμε μπροστὰ στὸν Θεό μὲ εἰλικρίνεια καὶ πίστη, ἂς νηστέψουμε ὅπως πρέπει καὶ μέ κατάνυξη νὰ παρακαλέσουμε ὥστε «ὁ  Θεὸς νὰ μᾶς ἐλεήση τοὺς ἁμαρτωλοὺς» καὶ ἔτσι δικαιωμένοι ἀπὸ Αὐτὸν νὰ κληρονομήσουμε τὴν Οὐράνια Βασιλεία Του. Ἀμήν.


15 Φεβ 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ 27 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2013

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 

ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Β' Ϛ´ 16 - Ζ΄1
Κείμενο
16 τίς δὲ συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετὰ εἰδώλων; ὑμεῖς γὰρ ναὸς Θεοῦ ἐστε ζῶντος, καθὼς εἶπεν ὁ Θεὸς ὅτι ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω, καὶ ἔσομαι αὐτῶν Θεός, καὶ αὐτοὶ ἔσονταί μοι λαός. 17 διὸ ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς, 18 καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα καὶ ὑμεῖς ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. 
1 Ταύτας οὖν ἔχοντες τὰς ἐπαγγελίας, ἀγαπητοί, καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ. 

Μετάφραση 

16 Ποίος δε συμβιβασμός και ποία συνύπαρξις ημπορεί να νοηθή μεταξύ του ναού του Θεού και του ναού των ειδώλων; Διότι σεις-μη το λησμονείτε-είσθε ναός του Θεού του ζώντος, όπως άλλωστε έχει προφητεύσει ο Θεός και εις την Π. Διαθήκην· ότι “θα κατοικήσω μεταξύ αυτών και εντός αυτών και θα περιπατήσω ανάμεσά των και θα είμαι εγώ ο ιδικός των Θεός και θα είναι αυτοί λαός μου. 17 Δι' αυτό εξέλθετε ανάμεσα από τους απίστους και ξεχωρισθήτε από αυτούς με τον τρόπον της ζωής σας, λέγει ο Κυριος, και μη πιάνετε τίποτε το ακάθαρτον. Και εγώ θα σας δεχθώ με στοργήν εις την βασιλείαν μου. 18 Και θα είμαι για σας πατέρας και σεις θα είσθε υιοί μου και θυγατέρες μου, λέγει ο Κυριος ο παντοκράτωρ”. 
1 Εφ' όσον, λοιπόν, αγαπητοί, έχομεν αυτάς τας μαγάλας υποσχέσστου Θεού, ας καθαρίσωμεν τους εαυτούς μας από κάθε μολυσμόν σαρκός και πνεύματος, αγωνιζόμενοι και συνεχώς προχωρούντες μέχρι τέλους στον δρόμον της αγιότητος, με φόβον Θεού. 


(@)(@)(@)(@)(@)(@)(@)

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΕ´ 21 - 28

Κείμενο
21 Καὶ ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος. 22 καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα· Ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυῒδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. 23 ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτουν αὐτὸν λέγοντες· Ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. 24 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. 25 ἡ δὲ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν αὐτῷ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι. 26 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. 27 ἡ δὲ εἶπε· Ναί, Κύριε, καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. 28 τότε ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης. 


Μετάφραση

21 Αναχωρήσας δε από εκεί ο Ιησούς επήγε εις τα μέρη Τυρου και Σιδώνος. 22 Και ιδού μία γυναίκα Χαναναία, εβγήκε από τα όρια της περιοχής εκείνης και με μεγάλην κραυγήν του έλεγεν· “ελέησέ με, Κυριε υιέ του Δαυΐδ· η κόρη μου βασανίζεται φρικτά από πονηρόν δαιμόνιον”. 23 Εκείνος δε δεν της είπε ούτε μίαν λέξιν εις απάντησιν. Προσήλθαν προς αυτόν οι μαθηταί του και τον παρακαλούσαν, λέγοντες· “άκουσε την παράκλησίν της, λυπήσου την, κάμε της αυτό που με τόσον σπαραγμόν σου ζητεί, και άφησέ την να φύγη, διότι μας ακολουθεί από κοντά και κράζει”. 24 Εκείνος απήντησε· “δεν έχω σταλή παρά μόνον για τα χαμένα πρόβατα του Ισραηλιτικού λαού”. 25 Αυτή δε ήλθε τότε εμπρός στον Ιησούν, εγονάτισε με ευλάβειαν και είπε· “Κυριε, βοήθησέ με”. 26 Εκείνος απήντησε και είπε· “δεν είναι καλόν να πάρη κανείς το ψωμί από τα τέκνα του και να το ρίψη εις τα σκυλάκια”. 27 Εκείνη δε είπε· “ναι, Κυριε, σωστό είναι αυτό· αλλά και τα σκυλάκια τρώγουν από τα ψίχουλα, που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων των”. 28 Οταν δε ο Ιησούς ήκουσε αυτούς τους γεμάτους πίστιν και ταπείνωσιν λόγους, είπε· “ω γύναι, μεγάλη είναι η πίστις σου! Ας γίνη προς χάριν σου, όπως ακριβώς θέλεις”. Και εθεραπεύθη η κόρη της από την στιγμήν εκείνην. 
(@)(@)(@)(@)(@)(@)(@)

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
 Από τον Αρχ. Επιφάνειο Οικονόμου

Νεοπαγανισμός: απειλή από το παρελθόν

  Για άλλη μια φορά, αδελφοί μου, ο Απόστολος Παύλος επιχειρεί
να  καταστήσει  σαφές  στους  νέους  Χριστιανούς  και  πρώην
ειδωλολάτρες,  ότι  πρέπει  να  εγκαταλείψουν  τις  συνήθειες  της
ψευδούς  πίστης  των  ειδώλων,  αν  θέλουν  να  είναι  γνήσια  μέλη  της
Εκκλησίας.  Συνιστά  στους  Κορινθίους  να  μην  συνδέονται  με  τους
απίστους. Αναρωτιέται  ποιά  σχέση  μπορεί  να  έχει  η  δικαιοσύνη  του
Χριστού με την ανομία των ειδώλων, το φως με το σκοτάδι, ο Χριστός
με τον Βελίαλ. Τί κοινό μπορεί να έχει ο πιστός με τον άπιστο. Ποιά η
συμφωνία  ανάμεσα  στον  Ναό  του  ζωντανού  Θεού  και  στον  ναό  των
ειδώλων. Η  ξεκάθαρη  αποκήρυξη  της  ειδωλολατρίας  από  τον Παύλο,
μάς  δίδει  την  αφορμή  να  αναφερθούμε  στην  προσπάθεια  αναβίωσης
της ειδωλολατρικής θρησκείας στην πατρίδα μας, τα τελευταία χρόνια,
στα πρόσωπα σύγχρονων νεοπαγανιστών, οι οποίοι ευαγγελίζονται τον
δωδεκαθεϊσμό  ή  πολυθεϊσμό,  κοινώς  ειδωλολατρία,  αποκρύπτοντας
εντέχνως το ποιοί πραγματικά είναι και τί επιδιώκουν.
  Στη σύγχρονη εκδοχή τους οι νεοπαγανιστές αυτοπροβάλλονται
ως  «γνωστή» θρησκεία και ως η μόνη νόμιμη θρησκεία στην Ελλάδα!
Ζητούν  από  τις  αρχές  να  τους  αποδοθούν  αρχαιολογικοί  τόποι  για
λατρευτική  χρήση.  Συχνά  συγκεντρώνονται  σε  διάφορα
αρχαιοελληνικά  μνημεία,  αναβιώνοντας  νεκρές  παγανιστικές  εορτές.
Μερικές  από  τις  ομάδες  αυτές  δεν  αναγνωρίζουν  τους  νόμους  του
κράτους,  τους  θεωρούν  άκυρους,  διότι  τους  έφτιαξαν,  όπως
υποστηρίζουν,  «οι  δολοφόνοι  κατακτητές  Χριστιανοί».  Σε
δημοσιευμένα  κείμενά  τους  εκφράζονται  με  πρωτοφανή  βία  και
εμπάθεια  κατά  των  Χριστιανών  και  υβρίζουν  με  χυδαιότητα  τα  ιερά
και τα όσια της πίστεώς μας. 
  Τί  συνέβη,  όμως,  πραγματικά  και  η  αρχαιοελληνική  θρησκεία
αποτελεί,  πλέον,  μουσειακό  έκθεμα,  προϊόν  φανταστικής
μυθοπλασίας;  Οι  μεγάλοι  σοφοί  της  αρχαιότητας  απέρριψαν
επιδεικτικά  την  αρχαιοελληνική  θρησκεία,  την  οποία  χαρακτήρισαν
απαράδεκτη,  παράλογη  και,  εν  πολλοίς,  επικίνδυνη  για  την
ανθρώπινη  κοινωνία.  Όλα  σχεδόν  τα  μεγάλα  πνεύματα  της
αρχαιότητας άσκησαν δριμεία κριτική και αρνήθηκαν εμφαντικά την
αρχαιολατρία. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο,
τον Ηράκλειτο, τον Αναξίμανδρο, τον Εμπεδοκλή, τον Παρμενίδη, τονΑναξαγόρα,  τον  Μητρόδωρο,  τον  Πρωταγόρα,  τον  Ηρόδοτο,  τον
Πίνδαρο, τον Πρόδικο, τον Αντισθένη, τον Θέοφραστο, τον Ευριπίδη,
τον  Σωκράτη,  τον  Πλάτωνα  και  τον  Αριστοτέλη.  Ο  τελευταίος,
μάλιστα,  αρνήθηκε  κατηγορηματικά  τις  ανόητες  περί  θεών  πίστεις
των  συγχρόνων  του  και  γι’  αυτό  κατηγορήθηκε  για  αθεϊσμό!!!  «Αλλά
και  ο  Πλάτων  δίνει  τη  χαριστική  βολή  σ’  όλη  την  ειδωλολατρική
θρησκεία στο  τέλος  του διαλόγου  του Αλκιβιάδης Β΄. Βγήκε  έξω από
το  γνωστό  χώρο  της  φιλοσοφίας  και  με  ένα  προφητικό  πνεύμα
συμβουλεύει  τον  Αλκιβιάδη  να  μη  θυσιάσει  στους  ειδωλολατρικούς
Θεούς, αλλά να περιμένει αυτόν που τόν αγαπά και θα τού βγάλει την
αχλύν από τα μάτια, ώστε να ιδεί και να καταλάβει ποιόν Θεό και με
τί λογής θυσίες πρέπει στο εξής να τον λατρεύει. Και τελειώνει με τον
χαρμόσυνο μεσσιανισμό: Δεν θα αργήσει νάρθει…»1 
  Στον  αντίποδα  οι  νεοπαγανιστές  αποδίδουν  τον  μαρασμό  της
αρχαίας θρησκείας στις δήθεν διώξεις που υπέστη από την Εκκλησία
και  την άμεσα  δήθεν  εξαρτημένη από αυτήν αυτοκρατορική  εξουσία.
Λησμονούν, ασφαλώς, τα εκατομμύρια των Χριστιανών Μαρτύρων από
την  μάχαιρα  της  αρχαίας  ειδωλολατρικής  παραφροσύνης,  για  τους
οποίους  σεμνύνεται  και  καυχάται  η  Εκκλησία  του  Χριστού.  Η
αλήθεια, προφανώς, βρίσκεται αλλού, όπως μαρτυρεί ο μέγας ιστορικός
Κων/νος  Παπαρηγόπουλος:  «Εντός  της  σεσαθρωμένης  παλαιάς
κοινωνίας  διεμορφώθη  κοινωνία  ερρωμενεστέρα,  η  Χριστιανική.  Η
πτώση  του  Ελληνισμού,  ως  ειδωλολατρικής  θρησκείας  δεν  ήταν
αποτέλεσμα  των  αυτοκρατορικών  μέτρων. Οι  ναοί  κατέπιπτον  και  η
πίστις εμαραίνετο και εν γένει, το αρχαίον θρήσκευμα εφθείρετο, αλλ’
εφθείρετο ηρέμα, ως  εξ οργανικού θανατηφόρου νοσήματος μάλλον ή
διά πληγών έξωθεν καταφερομένων»2
  Τα όσα παραπάνω καταγράφηκαν, αδελφοί μου, δεν είναι προϊόν
μισαλλοδοξίας  ή  κινδυνολογίας.  Είναι  καρπός  ποιμαντικής  ευθύνης
και ανησυχίας, σε μια εποχή που ο λαός μας βάλλεται πανταχόθεν με
πλείστες  όσες  αρχαιοφανείς  ή  καινοφανείς  θρησκευτικές  εκφράσεις,
που εκβιάζουν τον συναισθηματικό του κόσμο, για να δημιουργήσουν
οπαδούς  επικίνδυνα  φανατικούς.  Η  επίκληση  των  ανθρωπίνων  ή
δημοκρατικών  δικαιωμάτων  οφείλει  να  προβληματίζει  όλους,  καθώς
είναι  γνωστό  ότι  τα  μεγαλύτερα  και  ειδεχθέστερα  εγκλήματα  της
εποχής μας έγιναν στο όνομά τους. Η Εκκλησία αγρυπνά, αλλά και η
Πολιτεία  οφείλει  να  πράττει  το  ίδιο,  καθώς  το  πρόβλημα  δεν  είναι
θρησκευτικής  φύσης  μόνο.  Είναι  κίνδυνος  που  βάλει  κατά  της
κοινωνικής  συνοχής  και  αποσκοπεί  στη  διάλυση  του  κοινωνικού
ιστού,  υλοποιώντας  τα  καταχθόνια  σχέδια  της  «Νέας  Εποχής».  Και αυτή  δεν  είναι  αφηρημένη  έννοια,  αλλά  υπαρκτή  πραγματικότητα,
μάλιστα απόλυτα εχθρική.