25 Ιαν 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ 27 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2013

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ     Εβρ. ζ΄ 26 – η΄ 2 

Κείμενο

Ἀδελφοί, τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν ἀρχιερεύς, ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος, κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ὑψηλότερος τῶν οὐρανῶν γενόμενος, ὃς οὐκ ἔχει καθ' ἡμέραν ἀνάγκην, ὥσπερ οἱ ἀρχιερεῖς, πρότερον ὑπὲρ τῶν ἰδίων ἁμαρτιῶν θυσίας ἀναφέρειν, ἔπειτα τῶν τοῦ λαοῦ· τοῦτο γὰρ ἐποίησεν ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας.Ὁ νόμος γὰρ ἀνθρώπους καθίστησιν ἀρχιερεῖςἔχοντας ἀσθένειαν, ὁ λόγος δὲ τῆς ὁρκωμοσίας τῆς μετὰ τὸν νόμον υἱὸν εἰς τὸν αἰῶνατετελειωμένον.Κεφάλαιον δὲ ἐπὶ τοῖς λεγομένοις, τοιοῦτον ἔχομεν ἀρχιερέα, ὃς ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης ἐν τοῖς οὐρανοῖς, τῶν Ἁγίων λειτουργὸς καὶ τῆς σκηνῆς τῆς ἀληθινῆς, ἣν ἔπηξεν ὁ Κύριος, καὶ οὐκ ἄνθρωπος.


Ἀπόδοση σε απλή γλώσσα:

Ἀδελφοί, τέτοιος ἀρχιερεὺς πραγματικὰ μᾶς ἔπρεπε, ἅγιος, ἄκακος, ἀμόλυντος, χωρισμένος ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ὑψωμένος τώρα ἐπάνω ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει ἀνάγκην, ὅπως οἱ ἀρχιερεῖς, νὰ προσφέρῃ θυσίας κάθε ἡμέραν, πρῶτα διὰ τὰς δικάς του ἁμαρτίας καὶ ἔπειτα διὰ τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ· αὐτὸ τὸ ἔκανε μιὰ γιὰ πάντα, ὅταν προσέφερε τὸν ἑαυτόν του.Ὁ νόμος ἐγκαθιστᾶ ἀρχιερεῖς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀδυναμίας. Τὰ λόγια ὅμως τοῦ ὅρκου, ποὺ ἐδόθηκε ὕστερα ἀπὸ τὸν νόμον, ἐγκαθιστοῦν αἰωνίως τὸν Υἱόν, τὸν τέλειον.Τὸ βασικὸν σημεῖον τῶν ὅσων λέγομεν εἶναι τοῦτο: ὅτι ἔχομεν ἕνα τέτοιον ἀρχιερέα, ὁ ὁποῖος ἐκάθησε εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τῆς Μεγαλωσύνης εἰς τοὺς οὐρανούς, ὅπου ὑπηρετεῖ τὰ Ἅγια τῶν ἁγίων καὶ τὴν σκηνὴν τὴν ἀληθινήν, τὴν ὁποίαν ἔστησεν ὁ Κύριος καὶ ὄχι ἄνθρωπος.


ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ  (Λουκ. ιθ´ 1-10)


Κείμενο


Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, διήρχετο ὁ ᾿Ιησοῦς τὴν ᾿Ιεριχώ· καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος, καὶ αὐτὸς ἦν ἀρχιτελώνης, καὶ οὗτος ἦν πλούσιος, καὶ ἐζήτει ἰδεῖν τὸν ᾿Ιησοῦν τίς ἐστι, καὶ οὐκ ἠδύνατο ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι τῇ ἡλικίᾳ μικρὸς ἦν. Καὶ προδραμὼν ἔμπροσθεν ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι. Καὶ ὡς ἦλθεν ἐπὶ τὸν τόπον, ἀναβλέψας ὁ ᾿Ιησοῦς εἶδεν αὐτὸν καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι· σήμερον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι. Καὶ σπεύσας κατέβη, καὶ ὑπεδέξατο αὐτὸν χαίρων. Καὶ ἰδόντες πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ὅτι παρὰ ἁμαρτωλῷ ἀνδρὶ εἰσῆλθε καταλῦσαι. Σταθεὶς δὲ Ζακχαῖος εἶπε πρὸς τὸν Κύριον· ᾿Ιδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς, καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καὶ αὐτὸς υἱὸς ᾿Αβραάμ ἐστιν. ῏Ηλθε γὰρ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καὶ σῶσαι τὸ ἀπολωλός.

Απόδοση σε απλή γλώσσα:

Εκεῖνο τὸν καιρό, ὁ ᾿Ιησοῦς περνοῦσε μέσα ἀπὸ τὴν ῾Ιεριχώ. ᾿Εκεῖ ὑπῆρχε κάποιος, ποὺ τὸ ὄνομά του ἦταν Ζακχαῖος. ῏Ηταν ἀρχιτελώνης καὶ πλούσιος. Αὐτὸς προσπαθοῦσε νὰ δεῖ ποιὸς εἶναι ὁ ᾿Ιησοῦς· δὲν μποροῦσε ὅμως ἐξαιτίας τοῦ πλήθους καὶ γιατὶ ἦταν μικρόσωμος. ῎Ετρεξε λοιπὸν μπροστὰ πρὶν ἀπὸ τὸ πλῆθος κι ἀνέβηκε σὲ μιὰ συκομουριὰ γιὰ νὰ τὸν δεῖ, γιατὶ θὰ περνοῦσε ἀπὸ κεῖ. ῞Οταν ἔφτασε ὁ ᾿Ιησοῦς στὸ σημεῖο ἐκεῖνο, κοίταξε πρὸς τὰ πάνω, τὸν εἶδε καὶ τοῦ εἶπε· «Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα, γιατὶ σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸ σπίτι σου».᾿Εκεῖνος κατέβηκε γρήγορα καὶ τὸν ὑποδέχτηκε μὲ χαρά. ῞Ολοι ὅσοι τὰ εἶδαν αὐτὰ διαμαρτύρονταν κι ἔλεγαν ὅτι πῆγε νὰ μείνει στὸ σπίτι ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ. Τότε σηκώθηκε ὁ Ζακχαῖος καὶ εἶπε στὸν Κύριο· «Κύριε, ὑπόσχομαι νὰ δώσω τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου στοὺς φτωχοὺς καὶ ν’ ἀνταποδώσω στὸ τετραπλάσιο ὅσα ἔχω πάρει μὲ ἀπάτη».῾Ο ᾿Ιησοῦς, ἀπευθυνόμενος σ’ αὐτόν, εἶπε· «Σήμερα αὐτὴ ἡ οἰκογένεια σώθηκε· γιατὶ κι αὐτὸς ὁ τελώνης εἶναι ἀπόγονος τοῦ ᾿Αβραάμ. ῾Ο Υἱὸς τοῦ ᾿Ανθρώπου ἦρθε γιὰ ν’ ἀναζητήσει καὶ νὰ σώσει αὐτοὺς ποὺ ἔχουν χάσει τὸν δρόμο τους». 
 

Ομιλία εις το ευαγγελικό ανάγνωσμα  της ΙΕ΄ Κυριακής του Λουκά
που αναφέρεται στην μετάνοια του Ζακχαίου
(Λουκ. 19, 1 - 10)
του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Νικοπόλεως και Πρεβέζης κ. Μελετίου


***
Ἀδύνατο νά τά παραβλέψεις
            Ὑπάρχουν κάποια πράγματα πού μᾶς προβληματίζουν πάντοτε πολύ. Ἕνα ἀπό τά πιό συγκλονιστικά, πού προβληματίζει ἀκόμη καί ἄνθρωπο ἀπό πέτρα, εἶναι νά φεύγει ἀπό τή ζωή, ξαφνικά καί χωρίς αἰτία, ἕνας νέος ἄνθρωπος. Ἕνα παιδί, ἄς ποῦμε, τότε πού τό καμάρωνε ὁ πατέρας καί ἡ μητέρα του.
            Ἄν βέβαια σκεπτόμαστε βαθειά καί σοβαρά, ὁ θάνατος ἀκόμη καί ἑνός ἑκατόχρονου, θά μᾶς συγκλόνιζε.
            Θά μᾶς ἔβαζε τήν σκέψη:
            Πῶς πάω; Κάνω καλά; Σκέπτομαι καλά; Βαδίζω καλά; Ποῦ στέκω; Τελειώνουν ἐδῶ τά πάντα ἤ ὑπάρχει αἰώνια ζωή;
            Ὁ ἄνθρωπος, ἀντιμέτωπος σέ τέτοια γεγονότα, ἀρχίζει καί «ψάχνεται». Ψάχνει μέσα καί ἔξω. Θέλει νά βρεῖ μιά ἱκανοποιητική ἀπάντηση γιά τόν ἑαυτό του...
            Πόσες φορές στή ζωή μας, δέν ἔχομε περάσει ὅλοι μας τέτοιους προβληματισμούς; Καί ὅταν βλέπομε ἀνάλογες ὀδυνηρές καταστάσεις, κουνᾶμε τό κεφάλι καί λέμε γι’ αὐτόν πού τίς ἀντιμετωπίζει: «Θεέ μου, κρᾶτα τόν ἄνθρωπο. Βοήθησέ τον. Στήριξέ τον νά τό περάσει σωστά».
            Ποιό εἶναι τό «σωστά»;
            Θά τό ποῦμε μέ βάση τό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Τί ἀκούσαμε;
Ἀξίζει τόν κόπο;
            Ἕνας ἄνθρωπος, ὁ Ζακχαῖος, πολύ πλούσιος καί μέ μεγάλο ἀξίωμα, ἄκουσε ὅτι περνᾶ ἀπό τόν τόπο του ὁ Χριστός.
            Εἶχε φτάσει στ’ αὐτιά του, ὅτι ὁ Χριστός ἔκανε πολλά θαύματα, ἀκόμη καί νεκρούς ἀνάσταινε. Ἀλλά τό πιό σπουδαῖο ἦταν ὅτι κήρυττε τήν αἰώνια ζωή καί τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγε μάλιστα, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ζεῖ ἀντίθετα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά περιμένει νά βρεθεῖ κοντά Του στήν αἰώνια ζωή.
            Ὅλα αὐτά τόν εἶχαν προβληματίσει τόν Ζακχαῖο. Εἶχε ἀναστατωθεῖ.
            Δίκηο εἶχε!
            Ποιός δέν ταράζεται στήν σκέψη, ὅτι κινδυνεύει ἀντί νά πάει στό φῶς, νά πάει στό σκοτάδι. Ἀντί νά πάει στήν αἰώνια χαρά, νά βρεθεῖ στήν αἰώνια κόλαση.
            Καί μέσα στήν ταραχή του, ὁ Ζακχαῖος πῆρε μιά ἀπόφαση ἤ μᾶλλον ἔκανε μιά σκέψη διαφορετική:
            –Βρέ, καλά τό σκέπτομαι; Ἀξίζει τόν κόπο νά ἀνησυχῶ γιά τά μελλούμενα; Γιατί ἄν τό ἀποφασίσω καί ἀλλάξω τρόπο ζωῆς, τί θά γίνουν οἱ διασκεδάσεις μου; Οἱ χαρές μου; Ἡ ζωή μου, πού ὅπως τήν κάνω τήν χαίρομαι; Τά χρήματα μου, ὅπως καί ἄν τά οἰκονομάω; Πού γεμίζουν κάθε μέρα ὅλο καί πιό πολύ τίς τσέπες μου;
            Θά πρέπει ὅλα αὐτά νά τά ἀφήσω στήν ἄκρη;
            Μά εὔκολα τά ἀφήνει κανείς;
            Ἄρχισε λοιπόν νά σκέπτεται: «ἀξίζει τόν κόπο»;
            Ἀπό τήν μιά κάτι τόν ἔτρωγε μέσα του. «Δέν πᾶς καλά» τοῦ ἔλεγε. Ἀπό τήν ἄλλη, ἔκανε τήν σκέψη: «ἀξίζει τόν κόπο»;
            Μή μπορώντας νά τά ξεμπερδέψει, πῆρε τήν ἀπόφαση νά πάει νά δεῖ τόν Χριστό, «τίς ἐστίν»;
            Νά τόν δεῖ καί νά συμπεράνει ἀπό τό παρουσιαστικό του! Ἀπό τήν ὄψη του. Νά διαπιστώσει, ἄν τά λόγια του καί ὅλα ἐκεῖνα πού λένε ὅτι κάνει, εἶναι ἀληθινά καί πρέπει νά τόν προβληματίσουν γιά τήν αἰώνια ζωή, ἀλλά καί γιά τήν ἐπίγεια πορεία του.
            Πῆγε λοιπόν νά τόν δεῖ, μά ἐπειδή ἦταν κοντός ἀνέβηκε πάνω σέ μιά συκομουριά.
            Τί μᾶς λέει αὐτό; Ὅλοι μας εἴμαστε πολύ μικροί, προκειμένου νά δοῦμε τόν Χριστό καί νά τόν καταλάβομε.
            Συνήθως, θέλομε νά τόν καταλάβομε καί νά τόν ἐξηγήσομε, μέ τόν δικό μας τρόπο, γιατί ἐκ τῶν προτέρων εἴμαστε ἀρνητικά τοποθετημένοι ἀπέναντί Του. Γι’ αὐτό, θέλομε νά βρεθοῦμε ἀπό πάνω. Πιό ψηλά. Ἀφοῦ θά τόν κρίνομε γιά νά τόν ἀπορρίψομε...
            Κάπως ἔτσι σκεπτόταν ὁ Ζακχαῖος ὅταν ἀνέβαινε ψηλά στή συκομουριά, γιά νά κόψει καλά ὄψη. Καί ὅταν περνοῦσε ὁ Χριστός γούρλωνε τά μάτια του γιά νά δεῖ καί νά κρίνει: «ἀξίζει τόν κόπο νά θυσιάσω τά λεφτά μου, τό ἀξίωμα μου καί τίς διασκεδάσεις μου -ἄσε κάποιους εὐσεβεῖς νά τίς λένε ἁμαρτίες- γιά νά ἀκολουθήσω τόν Χριστό»;
            Βαθύς προβληματισμός, πού ἀπασχολεῖ τόν καθένα μας, σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς του. Καί νομίζομε ὅτι θά τόν λύσομε μέ τό μυαλουδάκι μας. Πιστεύομε ὅτι ἡ φαιά οὐσία μας, εἶναι πολύ πολύτιμη καί ἀρκεῖ γιά ὅλα.
            Ἔτσι πῆγε καί ὁ Ζακχαῖος γιά νά λύσει τό πρόβλημά του καί νά μείνει ἥσυχος. Νά πάψει ἡ ταραχή.
Ἡ στάση τοῦ πατέρα μας
            Κάποτε ἕνα παιδάκι, ζήλεψε τά χρήματα τοῦ πατέρα του καί πῆγε καί τοῦ ἔκλεψε κάτι λίγα.
            Καί μετά; Μετά, τό μικρό δέν μποροῦσε νά ἡσυχάσει. Τό ἔφαγε ἡ συνείδησή του. Κάθε φορά πού ἔβλεπε τόν πατέρα του ἀναστατωνόταν. Δέν εἶχε μάτια νά σηκώσει νά τόν δεῖ στό πρόσωπο. Ἔσκυβε κάτω καί ἔφευγε γιά ἀλλοῦ.
            Ἤθελε νά τοῦ τό πεῖ, μά πῶς νά ἀνοίξει τό στόμα του; Πῶς νά τοῦ πεῖ: «πατέρα, ξέρεις, σέ ἔκλεψα». Αἰσθανόταν ὅτι τό στόμα του δενόταν μέ σιδερένιες ἁλυσίδες. Μέσα στήν πολλή του ταραχή, ἔκανε τήν σκέψη, ὅτι δέν μπορεῖ πιά νά ζεῖ ἔτσι στό ἴδιο σπίτι μέ τόν πατέρα του. Δέν μπορεῖ νά συνεχίζεται αὐτό τό μαρτύριο.
            Πῆρε λοιπόν ἕνα χαρτί, καί ἔγραψε αὐτό πού ἤθελε νά τοῦ πεῖ. Κάποτε πού βρέθηκε κοντά στόν πατέρα του, ἔσκυψε τό κεφάλι καί τοῦ ἔδωσε τό χαρτάκι πού ἐξιστοροῦσε τήν ἁμαρτία του.
            Ἐνῶ ὁ πατέρας τό διάβαζε, τό μικρό εἶχε σκύψει βαθειά τό κεφάλι, ἀλλά σήκωνε τό μάτι νά δεῖ τί θά κάνει. Ὅταν τελείωσε τό διάβασμα, τόν εἶδε νά κάνει κομματάκια τό χαρτί καί νά τό πετᾶ στό τζάκι.
            Μετά ἀγκάλιασε τό παιδί του, καί τό φίλησε. Διηγεῖτο τό παιδί ὅταν μεγάλωσε:
            «Ἐκείνη τήν στιγμή, ἀγάπησα τόν πατέρα μου. Ἐκείνη τήν στιγμή, κατάλαβα τί ἦταν γιά μένα ὁ πατέρας μου. Καί τόν ἔβαλα στήν καρδιά μου. Αὐτό τό γεγονός, δέν θά τό ξεχάσω ποτέ. Τότε κατάλαβα τί σημαίνει ἀγάπη. Τότε ἄρχισα νά ἀγαπῶ τόν πατέρα μου σωστά».
Σταθερότητα στό καλό
            Νά λοιπόν ὁ Ζακχαῖος πάνω στή συκομουριά. Ὁ Χριστός πλησιάζει. Καί τί κάνει;
            Κάτι καλύτερο ἀπό τόν πατέρα πού ἀναφέραμε.
            Στέκεται ἀπό κάτω καί τοῦ λέει:
            «Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα. Σήμερα θά ρθῶ στό σπίτι σου. Θέλω νά μέ φιλοξενήσεις».
            Κατέβηκε ἀμέσως ὁ Ζακχαῖος καί ὑποδέχθηκε τόν Χριστό στό σπίτι του. Τόν περιποιήθηκε, ἔκανε τραπέζι καί μαζεύτηκαν πολλοί. Ἴδια φάρα. Πλούσιοι καί ἁμαρτωλοί.
            Ὅλοι τους νά τρῶνε μέ τόν Χριστό.
            Κάποιοι, ἄρχισαν τήν μουρμούρα: «Μά πού βρῆκε νά πάει ὁ εὐλογημένος. Σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο μέ τόν παρᾶ καί τήν ἁμαρτία «τσουβάλι». Δέν πήγαινε σέ κανένα καλό ἄνθρωπο»;
            Ὁ Ζακχαῖος, ἦταν ἐνδεχόμενο νά καταλήξει στό συμπέρασμα:
            -Μωρέ μπράβο! Μέ τέτοια δημοσιότητα πού πῆρα, θά αὐξηθοῦν οἱ δουλειές μου καί συνεπῶς καί τά χρήματά μου. Θά ἀνεβεῖ τό κοινωνικό μου ἐπίπεδο, ἀφοῦ ἕνας τέτοιος προφήτης, δάσκαλος καί θαυματουργός ἦλθε σπίτι μου.
            Καλά τά κατάφερα.
            Μά αὐτό πού θά τό ἔκαναν πολλοί καί θά σταματοῦσαν ἀπότομα καί στραβά τόν προβληματισμό, δηλαδή θά ἔσβυναν τό φῶς πού τούς ἔρριξε ὁ Θεός γιά νά βροῦν τό δρόμο τό σωστό, ὁ Ζακχαῖος δέν τό ἔκανε. Δέν ἔμεινε ἐκεῖ. Ἀλλά βλέποντας τήν καλωσύνη, τήν ἀγάπη καί τήν στοργή τοῦ Χριστοῦ· διαπιστώνοντας ὅτι ὄντως ἦλθε νά σώσει τόν κόσμο, ὅτι ἔψαξε νά τόν βρεῖ, τοῦ εἶπε:
            -Κύριε, τό ξέρω. Ἄσχημα βάδιζα, καί ἄσχημα μάζευα. Λοιπόν. Τά μισά στούς φτωχούς. Ἄν τυχόν κανένα τόν ἔβλαψα, τοῦ τά γυρίζω τετραπλάσια. Καί ἀπό τώρα κοντά Σου.
            Ἀπάντησε ὁ Χριστός:
            -Μή φοβᾶσαι. «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο». Σήμερα μπῆκε ἡ σωτηρία στό σπίτι σου. Ἡ ὥρα αὐτή δέν εἶναι ὥρα θυσίας, ἐπειδή θυσίασες κάποια πράγματα, ἀλλά πλούτου. Τώρα γεμίζει τό σπίτι σου.
            Τί γεμίζει; Ἀπό αἰώνια ζωή, ἀπό ὅλα τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ.
            Τί μεγαλύτερο ἀπό τήν σωτηρία καί τήν αἰώνια ζωή;
            Αὐτά πού ἔχομε, ὅλα, θά τελειώσουν.
            Ἔφαγες, ἤπιες; Θά τελειώσει.
            Χόρτασες; Θά τελειώσει.
            Καλοντύθηκες; Θά τελειώσει.
            Ἔκανες ἁμαρτίες; Ζημιά ἔχεις.
            Μάζεψες ἄδικα; Ζημιά ἔχεις.
            Τά ἔχεις νόμιμα καί ἀπό τόν κόπο σου; Καί αὐτά θά τελειώσουν μιά μέρα.
            Χρησιμοποίησέ τα λοιπόν γιά τό καλό. Τό δικό σου· τῶν παιδιῶν σου· τοῦ κόσμου.
            Κάνε τα πλοῦτο πνευματικό, μέ τά λόγια σου, μέ τόν τρόπο πού ἀξιολογεῖς τά ἐπίγεια, μέ τά καλά σου ἔργα. Φρόντισε νά γεμίσουν τίς ψυχές τῶν γύρω σου μέ φρόνημα ἀληθινό, μέ τά λόγια τοῦ Θεοῦ, μέ τό θέλημα Του τό ἅγιο.
Λύσεις μέ τό φῶς τοῦ Εὐαγγελίου
            Ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα ὁ Ζακχαῖος ἀκολούθησε τόν Χριστό. Ἔγινε ἀπόστολος. Καί ἀρχιερέας σέ μιά πόλη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἔγινε καί μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ. Μεγάλος στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Αὐτό σημαίνει τό «σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο». Λύτρωση, πλοῦτος οὐράνιος ἀπό τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τή Βασιλεία Του.
            Καί σ’ ἐμᾶς, δίνει πολλές ἀφορμές ὁ Θεός νά προβληματιζόμαστε γιά τό πῶς βαδίζομε.
            Βαδίζεις καλά; Στέκεις καλά; Σκέπτεσαι καλά;
            Ἐρωτήματα πού πρέπει νά μᾶς βασανίζουν· ἀλλά νά τά λύνομε, ὄχι μέ τό φῶς τοῦ μυαλοῦ μας μόνο, μέ τήν σκέψη μας, μέ ὑπολογισμούς, ἀλλά πρῶτα καί κύρια μέ τό φῶς τοῦ Θεοῦ.
            Τό μυαλό μας, χωρίς τό φῶς τοῦ Θεοῦ γεμίζει σκοτάδι. Γι’ αὐτό ἔχομε ἀνάγκη ἀπό φῶς πνευματικό, πού εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἡ μεγαλύτερη εὐεργεσία πού μποροῦμε νά κάνομε στόν ἑαυτό μας, εἶναι νά μελετᾶμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ.
            Καί ἀκόμη νά προσευχόμαστε, νά νηστεύομε καί νά θέλομε ὅλο καί περισσότερο νά σκεπτόμαστε «κατά Θεόν».
            Τί συμβαίνει τότε;
            Ὁ ἄνθρωπος βλέπει τά λάθη του, ἐνῶ πρίν δέν τά ἔβλεπε καί θέλει νά ἐπιστρέψει.
            Πότε ἐπιστρέφει ἀληθινά;
            Ὅταν πεῖ: «σπίτι μου εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Φαγητό μου, τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ». Εἶπε ὁ Κύριος: «Λάβετε φάγετε». Νά χορτάσετε μιά γιά πάντα. Νά μήν εἶσθε πεινασμένοι.
            Τί ἄλλο πρέπει νά κάνει;
            Νά ζητήσει νά ξεφορτωθεῖ τό βάρος του.
            -Κύριε, τά πετάω ἀπό πάνω μου τά ἁμαρτήματά μου.
            Πῶς; Μέ τήν ἐξομολόγηση.
            Ἔτσι μπαίνει ὁ ἄνθρωπος στό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὁ προβληματισμός γίνεται ὠφέλιμος καί δέν γυρίζει, αὐτός πού μετανοεῖ, μετά ἕνα μήνα πάλι στά ἴδια σάν τό μαγγανοπήγαδο. Γιατί τότε θά ἔχομε ταραχή στήν ταραχή. Ἔστω καί ἄν νομίζεις ὅτι ἡ ζωή σου εἶναι γλέντι καί τραγούδι.
            Ἔτσι εἶναι ὁ κόσμος, ἄν δέν βρεῖς λιμάνι τόν Χριστό, πέτρα τόν Χριστό πού θά ἀκουμπήσεις νά στηριχθεῖς;.....
Ἡ προθέρμανση
            Ἕνα παιδάκι βρῆκε μιά χελώνα καί τήν τσίγκλαγε μέ ἕνα ξυλάκι γιά νά βγεῖ ἀπό τό καβούκι της καί νά προχωρήσει. Μά ὅσο τήν ἐνοχλοῦσε ἐκείνη μαζευόταν πιό πολύ.
            Τοῦ λέει ὁ πατέρας του:
            -Λάθος δρόμο διάλεξες. Βάλτην νά ζεσταθεῖ λίγο στόν ἥλιο καί μόνη της θά περπατήσει. Ἔτσι ἔκανε τό παιδί καί ἡ χελώνα ἄρχισε νά περπατᾶ.
            Καί ἐμεῖς χρειαζόμαστε προθέρμανση στά πνευματικά. Πῶς γίνεται;
            Εἶσαι πατέρας; Ζέστανε τό παιδί σου μέ τό λόγο σου. Μέ τήν ἀγάπη σου. Εἶσαι μητέρα; Κάνε τό ἴδιο.
            Εἶσαι μεγάλος; Σπουδαῖος;
            Γνώριζε ὅτι γιά τόν Χριστό εἶσαι παιδάκι! Καί γιά τήν Ἐκκλησία μας, τήν μητέρα μας, εἶσαι παιδί. Τρέξε στήν ἀγκαλιά τους, γιά νά αἰσθανθεῖς τήν ζεστασιά τῆς ψυχῆς καί νά ἀρχίσεις νά σκέπτεσαι σωστά.
            Τότε θά ἔρθει ἡ σωτηρία μέσα σου. Καί στό σπίτι σου· καί στό περιβάλλον σου· καί στήν οἰκογένειά σου.
            Αὐτόν τόν προβληματισμό μᾶς προτείνει ὁ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ Ζακχαῖος.
            Γιατί καί αὐτός ἐπειδή προβληματίστηκε σωστά, ἄφησε τόν Χριστό νά τόν μαζέψει, μέ τόν τρόπο Του.
            Μᾶς διδάσκει ἀκόμη, ὅτι πρέπει καί ἐμεῖς νά ψάξομε, νά τό θελήσομε, νά βρεθοῦμε κοντά στόν Χριστό. Γιά νά μαζέψει καί ἐμᾶς μέ τήν καλωσύνη Του καί μέ τό φῶς Του.
            Τί νά εὐχηθοῦμε;
            Μιά καί τό σπουδαιότερο ἀπό κάθε τί ἄλλο στόν κόσμο εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, νά τήν ἀναζητοῦμε διαρκῶς.
            Καί νά παρακαλοῦμε τόν Κύριο, κανένα νά μή στερήσει ἀπό τήν χαρά τῆς Βασιλείας Του. Ἀμήν.-



19 Ιαν 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ 20 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2012

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ (Β´ Κορ. δ΄ 6–15)

Κείμενο
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν, ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἀπολλύμενοι, πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. Ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. Ὥστε ὁ μὲν θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν.
Ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως κατὰ τὸ γεγραμμένον, ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς διὰ Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. Τὰ γὰρ πάντα δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.

Ἀπόδοση σε απλή γλώσσα

Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ποὺ εἶπε νὰ λάμψῃ φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι, αὐτὸς ἔλαμψε μέσα μας, διὰ νὰ φέρῃ εἰς φῶς τὴν γνῶσιν τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν αὐτὸν μέσα σὲ πήλινα σκεύη, διὰ νὰ φανῇ ὅτι τέτοια ὑπερβολικὴ δύναμις εἶναι τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν προέρχεται ἀπὸ μᾶς.
Πιεζόμεθα μὲ κάθε τρόπον, ἀλλὰ δὲν φθάνομεν σὲ ἀδιέξοδον, εὑρισκόμεθα σὲ ἀδυναμίαν ἀλλ’ ὄχι σὲ ἀπελπισίαν, διωκόμεθα ἀλλὰ δὲν ἐγκαταλειπόμεθα, καταβαλλόμεθα ἀλλὰ δὲν χανόμεθα. Πάντοτε φέρομεν εἰς τὸ σῶμά μας τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, διὰ νὰ φανερωθῇ καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ εἰς τὸ σῶμά μας. Διότι ἐνῷ ζῶμεν παραδιδόμεθα πάντοτε εἰς θάνατον χάριν τοῦ Ἰησοῦ, διὰ νὰ φανερωθῇ καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ εἰς τὸ θνητόν μας σῶμα. Ὥστε ὁ μὲν θάνατος συντελεῖται σ’ ἐμᾶς, ἀλλ’ ἡ ζωὴ σ’ ἐσᾶς.
Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἔχομεν τὸ ἴδιο πνεῦμα τῆς πίστεως σύμφωνα πρὸς ὅ,τι εἶναι γραμμένον, Ἐπίστεψα καὶ διὰ τοῦτο ἐμίλησα, καὶ ἐμεῖς πιστεύομεν, διὰ τοῦτο καὶ μιλᾶμε, διότι γνωρίζομεν ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἀνέστησε τὸν Κύριον Ἰησοῦν θὰ ἀναστήσῃ καὶ ἐμᾶς διὰ τοῦ Ἰησοῦ καὶ θὰ μᾶς στήσῃ μαζὶ μ’ ἐσᾶς ἐνώπιόν του.
Ὅλα γίνονται πρὸς χάριν σας, ὥστε καθὼς ἡ χάρις ἐπεκτείνεται εἰς περισσοτέρους, νὰ προκαλέσῃ πλουσίαν τὴν εὐχαριστίαν πρὸς δόξαν τοῦ Θεοῦ.


ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ   Κατά Λουκάν ιζ΄12-19
Κείμενο

Τῷ καιρῷ εκείνω, εἰσερχομένου τοῦ Ἰησοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν, καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς.
Καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν. Εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; Οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; Καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε.

Απόδοση σε απλή γλώσσα

Τον καιρό εκείνο, καθὼς ἔμπαινε ὁ Ἰησοῦς σ’ ἕνα χωριό, τὸν συνήντησαν δέκα ἄνδρες λεπροί, οἱ ὁποῖοι ἐστάθηκαν λίγο μακρυά, καὶ τοῦ φώναξαν, «Ἰησοῦ Διδάσκαλε, ἐλέησέ μας».
Ὅταν τοὺς εἶδε, τοὺς εἶπε, «Πηγαίνετε νὰ δείξετε τὸν ἑαυτόν σας εἰς τοὺς ἱερεῖς», καὶ ἐνῷ ἐπήγαιναν, ἐκαθαρίσθησαν. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς,ὅταν εἶδε ὄτι ἐθεραπεύθηκε, ἐπέστρεψε δοξάζων τὸν Θεὸν μὲ δυνατὴν φωνὴν καὶ ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον εἰς τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε· καὶ αὐτὸς ἦτο Σαμαρείτης.
Τότε εἶπε ὁ Ἰησοῦς, «Δὲν ἐκαθαρίσθησαν καὶ οἱ δέκα; Οἱ ἄλλοι ἐννέα ποῦ εἶναι; Κανεὶς δὲν εὑρέθηκε νὰ ἐπιστρέψῃ διὰ νὰ δοξάσῃ τὸν Θεὸν παρὰ αὐτὸς ὁ ἀλλοεθνής;». Καὶ εἶπε εἰς αὐτόν, «Σήκω ἐπάνω καὶ πήγαινε· ἡ πίστις σου σὲ ἔσωσε».

Η αχαριστία πρός τόν ευεργέτην άνθρωπον καί τόν ευεργέτην Θεόν. 

 Ομιλία π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου εις το Ευαγγέλιο.



Χριστιανοί μου,


Στο σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα, ακούσαμε για την θεραπεία των δέκα λεπρών.
«Ιησού επιστάτα ελέησον ημάς», φώναξαν παρακλητικά οι δέκα λεπροί.
Και ο γλυκύτατος και γεμάτος αγάπη Ιησούς, τους εθεράπευσε από την φοβερή, και αποκρουστική αρρώστια της λέπρας.
Δυστυχώς όμως, όπως ακούσατε, μόνον ένας γύρισε για να ευχαριστήσει τον Σωτήρα και Ευεργέτη του.
«Οι δε εννέα πού» ; ρωτάει με παράπονο ο Κύριος.
Αλλά η αχαριστία μας μερικές φορές, περνάει κάθε όριο λογικής.
Και ένα είναι το βέβαιον, ότι η αχαριστία είναι πολύ συνηθισμένο φαινόμενο μεταξύ των ανθρώπων.
Θα τολμούσα να πω μάλιστα, ότι περισσότερες φορές συναντάμε την αχαριστία παρά την ευγνωμοσύνη.
Πολλοί συνάνθρωποί μας, συγγενείς, φίλοι, γνωστοί, γείτονες, συνάδελφοι, όταν βρεθούν σε κάποια μεγάλη ανάγκη, ζητούν την συμπαράστασή μας και την συμπαράσταση αυτών που γνωρίζουν.
Παρακαλούν επίμονα και με πολλούς τρόπους, για να βγουν από τις δυσκολίες εκείνες που τους πιέζουν.

Άλλοτε είναι υπερβολικές και άλλοτε όχι.
Ταπεινώνονται, δακρύζουν και υπόσχονται με όρκους, ότι δεν θα ξεχάσουν ποτέ την καλοσύνη και την γενναιοδωρία τους.
Και όταν πετύχουν να βγουν από τα τραγικά αδιέξοδα που τους έπνιγαν, και λυθούν τα προβλήματά τους, τότε ;
Ξεχνούν και την ευεργεσία, και τους ευεργέτες τους, α, όπως εγένετο με το Χριστό.
Δέκα θεράπευσε, ένας γύρισε, για να Τον ευχαριστήσει και δώσει δόξα στο Θεό.
Γρήγορα έτσι λοιπόν, λησμονούν τις υποσχέσεις τους οι περισσότεροι των ανθρώπων, και τα πολλά ευχαριστώ που προείπαν, και το χειρότερον είναι ότι αλλάζει τις περισσότερες φορές η συμπεριφορά τους, και γίνονται αδιάφοροι και ψυχροί.
Και ας μη σταθούμε μόνο στα τυχόν, λέμε στα τυχόντα δανεικά, διότι πολλές είναι οι ανάγκες τις οποίες, μπορούμε να βοηθήσομε και μάλιστα και ανωνύμως.
Παραδείγματος χάρη, να βοηθήσομε με κάποιους δικούς μας ανθρώπους, να βρει ένας άνεργος νέος δουλειά και μάλιστα στο Δημόσιο.
Να προλάβομε ένα διαζύγιο.
Να φροντίσομε για την αποφυλάκιση κάποιου φυλακισμένου.
Να βρεθεί ένα κρεβάτι για έναν άπορο σε ένα νοσοκομείο.
Να αναλάβουμε τις σπουδές ενός ορφανού ή υπερπολυτέκνου με δέκα αδελφάκια.
Να λυτρωθεί ένα παιδί από τα ναρκωτικά.
Και με τις τυχόν ισχυρές γνωριμίες που έχουμε, να αποτρέψομε έναν καταστρεπτικό πλειστηριασμό.
Και άλλα πολλά που μας τυχαίνουν στη ζωή, και στα οποία μπορούμε αποτελεσματικά και σωτήρια, να επέμβουμε όταν μας το ζητήσουν.
Και ο καθένας από σας, μπορεί να έχει μια κάποια άλλη περίπτωση, που την σώσατε χωρίς αυτή να έχει κατ’ ανάγκην σχέση με λεφτά.
Πάντως όλοι όσοι ζητούν βοήθεια, και λύσεις στα προβλήματά τους,
και πάρουν αυτή τη βοήθεια, οφείλουν να είναι πάντοτε ευγνώμονες, και όχι αχάριστοι.
Και κάτι άλλο.
Οι αχάριστοι φτάνουν μέχρι του σημείου, όχι μόνον να ξεχνούν, ότι ευεργετήθηκαν, αλλά αν σε δουν να βρίσκεσαι και συ, σαν άνθρωπος σε ανάγκη, και πνίγεσαι τρόπον τινά απ’ αυτές τις ανάγκες, αυτοί γυρίζουν αλλού το κεφάλι.
Και δεν σου δίνουν πλέον σημασία.
Και κάνουν ότι δε σε ξέρουν.
Και το χειρότερο απ’ όλα.
Γίνονται και εχθροί σου.
Γι’ αυτό και ο Δαυίδ στον τεσσαρακοστόν τέταρτον ψαλμόν του, βεβαιώνει «αντί το αγαθόν μοι ανταπέδωσαν πονηρά».
Όχι λοιπόν ξεχνούν την ευεργεσία, αλλά και σε διαβάλλουν, σε συκοφαντούν, σε αδικούν, σε προδίδουν, σε πολεμούν.
Το ίδιο δεν έκαμαν και στον Χριστό;
Αντί του μάνα χολήν.
Αντί του ύδατος όξος, ξύδι δηλαδή.
Δεν ήταν αυτός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός που τους λεπρούς εκαθάρισε;
Τους παραλυτικούς ανόρθωσε;
Στους τυφλούς έδωσε φώς;
Τους δαιμονισμένους δεν είναι Αυτός που τους ελευθέρωσε από τα δαιμόνια;
Τους χωλούς δεν τους απεκατέστησε στην υγεία;
Στους κωφούς έδωσε ακοή!
Και στους βωβούς έδωσε λαλιά, ομιλία!
Ακόμα και νεκρούς ανάστησε.
Κι όμως αυτός ο αχάριστος λαός, των Ιουδαίων, Τον Σταύρωσε, φωνάζοντας «άρον άρον σταύρωσον αυτόν».
Όσο παραμένει η αχαριστία, ιδίως προς τους γονείς και τα αδέλφια, τόσο και η σκληροκαρδία μεγαλώνει, τόσο και η μετάνοια δεν τους αγγίζει.
Τα ευγενή αισθήματά τους φθείρονται, το χαμόγελο απ’ τα χείλη τους χάνεται, το μυαλό σκοτίζεται και οι τρόποι τους αλλάζουν.
Η επιθυμία τους είναι να απομακρυνθούν, όσο το δυνατόν μακρύτερα από τους ευεργέτες τους, και να μην τους βλέπουν στα μάτια διότι δεν μπορούν να τους βλέπουν.
Και μόνον η εικόνα και η σκέψις του ευεργέτου, τους ενοχλεί γι’ αυτό δεν θέλουν ούτε το όνομά τους να ακούσουν.
Βλέπεις την αχαριστία και πικραίνεσαι.
Και είναι φυσικόν και πότε πότε να παραπονείσαι, αφού ο ίδιος ο Κύριος εξέφρασε παράπονο.
Εμείς θα κάνομε το καλό, και θα το ρίξομε στο γιαλό, στο ποτάμι.
Όπως λέει ο λαός.
Το καλό και η ευεργεσία θα γίνεται, χωρίς να περιμένομε ποτέ, από κείνους οι οποίοι ευεργετούνται, ευγνωμοσύνη και ευχαριστώ.
Εμείς θα προσφέρομε το καλό.
Την διευκόλυνση και την έμπρακτη συμπαράσταση, γιατί το θέλει ο Θεός, και το επιβάλλει η αγάπη, τίποτε άλλο.
Δεν θα περιμένομε ποτέ ανταπόδοση.
Ο ευεργετούμενος όμως έχει υποχρέωση, να θυμάται την ευεργεσία.
Η ευεργεσία, μας λέει ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, πρέπει να οδηγεί όσους ευεργετούνται σε ευγνωμοσύνη, τους δε ευεργέτας σε μεγαλύτερη, και μυστικότερη ευεργεσία και απλοχεριά.

Αν η αχαριστία απέναντι στους ανθρώπους, που μας ευεργετούν είναι κάτι δυσάρεστο και εξοργιστικό, τι να πούμε και πώς να χαρακτηρίσομε την αχαριστία μας απέναντι στο Θεό;
Γι αυτό και η αχαριστία απέναντί Του είναι πολύ βαρειά αμαρτία, και έχει ανυπολόγιστη ευθύνη.
Και μεγάλη μεγάλη ανοχή.
Ο Θεός είναι ο μέγιστος ευεργέτης όλων των ανθρώπων.
Διότι οι δωρεές Του προς αυτούς, όχι μόνον έχουν τεράστια αξία, αλλά και είναι και υπερβολικά ανεκτίμητες.
Δηλαδή ζούμε μέσα σε έναν απέραντο ωκεανό αγάπης, και θεϊκών ευεργεσιών.
Χρωστάμε τη ζωή μας στο Θεό.
Σ’ Αυτόν τη χρωστάμε.
Διότι Αυτός μας έπλασε.
Αυτός είναι ο Δημιουργός μας, Κύριος και ο Θεός μας.
Ο Πλάστης μας, που μας έπλασε κατ’ εικόνα Αυτού και καθ’ ομοίωση.
Μας έδωσε το μυαλό.
Μας έδωσε τη λογική.
Μας έδωσε το λόγο, μας έδωσε το νου.
Μας έδωσε μάτια για να βλέπουμε.
Αυτιά για να ακούμε.
Πόδια για να περπατάμε, χέρια για να πιάνομε.
Μας έδωσε καρδιά που ξέρει να κτυπά.
Είναι η ζωή μας.
Αίμα για να κυκλοφορεί.
Και πλήθος άλλων αγαθών οργάνων μέσα μας, δια των οποίων ο άνθρωπος ζει, κινείται, υπάρχει.
Σκέπτεται, αποφασίζει, κρίνει μεταξύ του καλού και του κακού, έχει θέληση, έχει προαίρεση, έχει και σοφία, αλλά και διάκριση.
Μπορεί να οικοδομεί, αλλά μπορεί και να γκρεμίζει.
Μπορεί να εργάζεται σωματικά και πνευματικά.
Μπορεί και να τεμπελιάζει.
Μπορεί να ευεργετεί, μπορεί να γίνει ακόμα και εφευρέτης της ανθρωπότητος.
Να λοιπόν μερικές δωρεές του Θεού, προς τον καθένα μας χωριστά, και προς όλους μας.
Και σας ρωτώ : «Τον ευχαριστούμε για την χαρά της ζωής;»
Τον δοξάζομε γιατί μας χάρισε τη μέρα και τη νύκτα, τον ήλιο και το φεγγάρι;
Λέμε «δόξα σοι ο Θεός σήμερα, ευχαριστούμε σοι Χριστέ ο Θεός ημών, ότι ενέπλησας ημάς των επιγείων σου αγαθών»;
Το λέμε αυτό κάθε μέρα;
Όταν σηκωνόμαστε από το τραπέζι, ή τα ξεχνάμε όλα;
Τον ευχαριστούμε που ενώ ήτο Θεός, έγινε άνθρωπος, Θεάνθρωπος, στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, για να μας σώσει από την αμαρτία, και από την κόλαση την αιωνία;
Τον ευχαριστούμε για το Άγιο Βάπτισμα, το ότι δηλαδή γεννηθήκαμε από ορθοδόξους γονείς;
Το ότι κάποτε, έστω και μωρά, μας πήραν απ’ το χέρι, και μας κοινώνησαν των αχράντων μυστηρίων;
Τον ευχαριστούμε γιατί εξακολουθεί να υπάρχει, Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία;
Δυστυχώς μόνο το πέντε τοις εκατό τον ευχαριστούν, και συμμετέχουν στο Ποτήριο της Ζωής, και στη Θεία Λειτουργία, ε, ας πούμε και με κατάλληλη προετοιμασία.

Κάθε μέρα ο Θεός κάνει θαύματα!
Από πολύ πολύ μικρά, μέχρι και μεγάλα. Για παράδειγμα:
Το ότι συγχωρεί στην Ιερά Εξομολόγηση, τον φονιά, τον κακούργο, τον ληστή, την πόρνη, την μοιχαλίδα γυναίκα, τη μάνα που γίνεται φόνισσα με τις εκτρώσεις.
Τον προδότη, που προδίδει την Πατρίδα του, τον καταχραστή, και τον συκοφάντη.
Τον άσπλαχνο και ανάλγητο εκείνο πατέρα που εγκαταλείπει παιδιά και σύζυγο.
Τη σκληρόκαρδη εκείνη μάνα που προχτές εγκατέλειψε τέσσερα παιδιά, για να ακολουθήσει ένα νταβατζή, συγχωρέστε με για τη λέξη, στα καταγώγια της πορνείας και της κολάσεως.
Τέσσερα παιδιά εγκατέλειψε.
Συγχωρεί και τον μέθυσο, και του εύχεται να συνέλθει.
Συγχωρεί και το ναρκομανή, και του εύχεται να συνέλθει.
Σ’ αυτό που μπλέκεται στο τζόγο, και σε άλλα μεγάλα πάθη.
Τον βλάσφημον των θείων, και τόσους αμαρτωλούς, αμαρτωλούς, αμαρτωλούς, όλης της γης, όλων των αιώνων.
Αυτός λοιπόν ο Θεός, που συγχωρεί, τους πάντες και τα πάντα, αρκεί να υπάρχει μετάνοια, σας ρωτώ,
Είναι μεγάλος, στις ευεργεσίες του ΝΑΙ ή ΟΧΙ ;
Ναι είναι, και είναι γεμάτος από αγάπη, είναι μακρόθυμος, και είναι και πολυέλαιος.
Αλλά πόση ευεργεσία, και ευχαριστία, και δοξολογία, οφείλομε να ανταποδίδομε στον Θεόν;
Τις Θεός μέγας, ως ο Θεός ημών;
Μέγας ο Θεός, αμαρτωλοί εμείς, όλοι μας.
Μηδενός εξαιρουμένου, και κατεβάστε τα κεφάλια σας.
Αγάπη ο Θεός, κακομοίρηδες εμείς.
Άγιος και Πανάγιος ο Θεός, βρωμιάρηδες εμείς.
Πανάγαθος ο Θεός, αχάριστοι εμείς.
Άγιος και πανάσπιλος ο Θεός, αισχροί εμείς.
Πλούσιο, ο Θεός, το έλεός Του, και μείς πάλι και πάλι και πάλι αχάριστοι απέναντί Του.
Δόξα τη μακροθυμία Σου Κύριε!

Δόξα στα ελέη και στους οικτιρμούς Σου,
και σ’ Αυτόν τον Κύριον και Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν,
τον Θεόν του ελέους της μακροθυμίας και της αγάπης,
ανήκει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις,
τώρα και πάντοτε,
και εις τους απεράντους αιώνας,

Αμήν.