13 Απρ 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ


Απόστολος, προς Εβραίους ΣΤ’ 13-20


13 Τῷ γὰρ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ' οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ' ἑαυτοῦ,
14 λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε·
15 καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας.
16 Ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος·
17 ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ,
18 ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος·
19 ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος,
20 ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.

Μετάφραση
13 Διότι ὅταν ὁ Θεὸς ἔδωκε ὑπόσχεσιν εἰς τὸν Ἀβραάμ, ὡρκίσθηκε εἰς τὸν ἑαυτόν του, ἀφοῦ δὲν εἶχε ἄλλον μεγαλύτερον εἰς τὸν ὁποῖον νὰ ὁρκισθῇ,
14 καὶ εἶπε, Ἀλήθεια, θὰ σὲ ὑπερευλογήσω καὶ θὰ σὲ ὑπερπληθύνω,
15 καὶ ἔτσι ὁ Ἀβραάμ, μὲ τὴν ὑπομονήν του, ἔλαβε τὴν ὑπόσχεσιν.
16 Οἱ ἄνθρωποι ὁρκίζονται εἰς κάποιον ποὺ εἶναι μεγαλύτερος καὶ ὁ ὅρκος θέτει δι’ αὐτοὺς τέρμα εἰς κάθε ἀμφισβήτησιν καὶ δίνει ἐπιβεβαίωσιν.
17 Ἔτσι καὶ ὅταν ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ δείξῃ σαφέστερα εἰς τοὺς κληρονόμους τῆς ὑποσχέσεως τὸ ἀμετάβλητον τῆς ἀποφάσεώς του, τὴν ἐγγυήθηκε μὲ ὅρκον,
18 ὥστε, διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταβλήτων διὰ τὰ ὁποῖα εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀποδειχθῇ ὁ Θεὸς ψεύτης, ἐμεῖς, ποὺ καταφύγαμεν εἰς αὐτόν, νὰ ἔχωμεν μεγάλην ἐνθάρρυνσιν νὰ κρατήσωμεν σφιχτὰ τὴν ἐλπίδα ποὺ εἶναι ἐνώπιόν μας.
19 Τὴν ἐλπίδα αὐτὴν τὴν ἔχομεν σὰν ἄγκυραν τῆς ψυχῆς, ἀσφαλῆ καὶ βεβαίαν, ἡ ὁποία μπαίνει μέσα, 
20 πίσω ἀπὸ τὸ καταπέτασμα, ὅπου ἐμπῆκε πρὸς χάριν μας ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ ἔγινε ἀρχιερεύς, αἰώνιος κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ.

Ευαγγέλιο κατά Μάρκου Θ’ 17-31

17 Καὶ ἀποκριθεὶς εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε· διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον.
18 Καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν.
19 Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν.
20 Καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων.
21 Καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν.
22 Καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς.
23 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι.
24 Καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ.
25 Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν.
26 Καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν.
27 Ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη.
28 Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό.
29 Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ.
30 Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ·
31 ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
Μετάφραση

17 Καὶ ἕνας ἀπὸ τὸ πλῆθος ἀπεκρίθη, «Διδάσκαλε σοῦ ἔφερα τὸν υἱόν μου, ποὺ ἔχει πνεῦμα ἄλαλον.
18 Ὅταν τὸν πιάσῃ, τὸν ρίχνει κάτω καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τὰ δόντια καὶ γίνεται ξερός. Καὶ εἶπα εἰς τοὺς μαθητάς σου νὰ τὸ βγάλουν ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν».
19 Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη, «Ὦ γενεὰ ἄπιστη, ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας, ῎εως πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι; Φέρετέ τον σ’ ἐμέ».
20 Καὶ τοῦ τὸν ἔφεραν. Καὶ μόλις τὸ πνεῦμα τὸν εἶδε, ἀμέσως τὸν συνετάραξε καὶ ἔπεσε εἰς τὴν γῆν καὶ ἐκυλιότανε καὶ ἄφριζε.
21 Καὶ ἐρώτησε τὸν πατέρα του, «Πόσος καιρὸς εἶναι ἀπὸ τότε ποὺ συνέβη αὐτό;». Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Ἀπὸ παιδικῆς ἡλικίας.
22 Πολλὲς φορὲς καὶ στὴν φωτιὰ τὸν ἔρριξε καὶ στὰ νερά, διὰ νὰ τὸν ἐξολοθρεύσῃ. Ἀλλ’ ἂν μπορῇς νὰ κάνῃς τίποτε βοήθησέ μας, σπλαγχνίσου μας».
23 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Ἐὰν μπορῇς νὰ πιστέψῃς ὅλα εἶναι δυνατὰ εἰς ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει».
24 Τότε φώναξε ἀμέσως ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ καὶ μὲ δάκρυα εἶπε, «Πιστεύω, Κύριε, βοήθησε τὴν ἀπιστίαν μου».
25 Ὅταν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶδε ὅτι μαζεύεται κόσμος, ἐπέπληξε τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον καὶ τοῦ εἶπε, «Τὸ ἄλαλον καὶ κωφὸν πνεῦμα, ἐγὼ σὲ διατάσσω, ἔβγα ἀπὸ αὐτὸν καὶ νὰ μὴ μπῇς ποτὲ πλέον μέσα του».
26 Αὐτὸ, ἀφοῦ ἐφώναξε καὶ τὸν ἐσπάραξε δυνατά, ἐβγῆκε, τὸ δὲ παιδὶ ἔγινε σὰν νεκρός, ὥστε πολλοὶ νὰ λέγουν ὅτι πέθανε.
27 Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι, τὸν ἐσήκωσε καὶ ἐστάθηκε ὄρθιος.
28 Καὶ ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐμπῆκε εἰς τὸ σπίτι, τὸν ἐρώτησαν οἱ μαθηταί του ἰδιαιτέρως, «Γιατὶ ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ τ[ο βγάλωμε;».
29 Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Τὸ γένος αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βγῇ μὲ κανένα ἄλλο μέσον παρὰ μὲ προσευχὴ καὶ νηστείαν».
30 Καὶ ὅταν ἔφυγαν ἀπὸ ἐκεῖ, ἐπερνοῦσαν διὰ τῆς Γαλιλαίας καὶ ὁ Ἰησοῦς δὲν ἤθελε νὰ μάθῃ κανεὶς τίποτε,
31 διότι ἐδίδασκε τοὺς μαθητάς του καὶ τοὺς ἔλεγε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ παραδοθῇ εἰς τὰ χέρια ἀνθρώπων καὶ θὰ τὸν θανατώσουν καὶ ἀφοῦ θανατωθῇ, τὴν τρίτην ἡμέραν θὰ ἀναστηθῇ.



                                                 

6 Απρ 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ


Το Αποστολικό Ανάγνωσμα
Προς Εβραίους Επιστολή Παύλου (δ΄14 – ε΄6)
Ἀδελφοί,
Ἔχοντες ἀρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τοὺς οὐρανούς, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ, κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας. Οὐ γὰρ ἔχομεν ἀρχιερέα μὴ δυνάμενον συμπαθῆσαι ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν, πεπειραμένον δὲ κατὰ πάντα καθ' ὁμοιότητα χωρὶς ἁμαρτίας. Προσερχώμεθα οὖν μετὰ παρρησίας τῷ θρόνῳ τῆς χάριτος, ἵνα λάβωμεν ἔλεον καὶ χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν.

Πᾶς γὰρ ἀρχιερεὺς ἐξ ἀνθρώπων λαμβανόμενος ὑπὲρ ἀνθρώπων καθίσταται τὰ πρὸς τὸν Θεόν, ἵνα προσφέρῃ δῶρά τε καὶ θυσίας ὑπὲρ ἁμαρτιῶν, μετριοπαθεῖν δυνάμενος τοῖς ἀγνοοῦσι καὶ πλανωμένοις, ἐπεὶ καὶ αὐτὸς περίκειται ἀσθένειαν· καὶ διὰ ταύτην ὀφείλει, καθὼς περὶ τοῦ λαοῦ, οὕτω καὶ περὶ ἑαυτοῦ προσφέρειν ὑπὲρ ἁμαρτιῶν. Καὶ οὐχ ἑαυτῷ τις λαμβάνει τὴν τιμήν, ἀλλὰ καλούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, καθάπερ καὶ Ἀαρών.
Οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς οὐχ ἑαυτὸν ἐδόξασε γενηθῆναι ἀρχιερέα, ἀλλ' ὁ λαλήσας πρὸς αὐτόν· υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε· καθὼς καὶ ἐν ἑτέρῳ λέγει· σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ.


Ἀπόδοση στη νεοελληνική:
Ἀδελφοί,
Ἀφοῦ ἔχομεν ἀρχιερέα μέγαν, ὁ ὁποῖος ἔχει διέλθει τοὺς οὐρανούς, τὸν Ἰησοῦν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, ἂς κρατᾶμε στερεὰ τὴν πίστιν ποὺ ὁμολογοῦμεν. Διότι δὲν ἔχομεν ἀρχιερέα, ποὺ νὰ μὴ μπορῇ νὰ συμπαθήση εἰς τὰ ἀδυναμίας μας, ἀλλὰ ἔχομεν ἕνα ποὺ ἔχει δοκιμασθῆ καθ’ ὅλα, σύμφωνα μὲ τὴν ὁμοιότητά του μ’ ἐμᾶς, χωρὶς νὰ ἁμαρτήσῃ. Ἂς προσερχώμεθα λοιπὸν μὲ πεποίθησιν ἀνώπιον τοῦ θρόνου τῆς χάριτος, διὰ νὰ λάβωμεν ἔλεος καὶ νὰ βροῦμε χάριν ὅταν θὰ ἔχωμεν ἀνάγκη διὰ βοήθειαν.
Διότι κάθε ἀρχιερεὺς λαμβάνεται ἀπὸ ἀνθρώπους καὶ ἐγκαθίσταται ἀρχιερεὺς χάριν τῶν ἀνθρώπων, διὰ νὰ ὑπηρετῇ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, διὰ νὰ προσφέρῃ δῶρα καὶ θυσίας διὰ τὰς ἁμαρτίας. Μπορεῖ νὰ εἶναι ὑπομονητικὸς πρὸς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι βρίσκονται εἰς ἄγνοιαν καὶ πλάνην, διότι καὶ αὐτὸς περιβάλλεται ἀπὸ ἀδυναμίαν, λόγῳ τῆς ὁποίας εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ προσφέρῃ θυσίας περὶ ἁμαρτιῶν καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν του ὅπως κάνει διὰ τὸν λαόν. Καὶ κανεὶς δὲν παίρνει μόνος του τὴν τιμὴν αὐτήν, ἀλλὰ μόνον ὅταν καλῆται ἀπὸ τὸν Θεόν, καθὼς ἀκριβῶς καὶ ὁ Ἀαρών.
Ἔτσι καὶ ὁ Χριστός, δὲν ἐπῆρε μόνος διὰ τὸν ἑαυτόν του τὴν δόξαν νὰ γίνῃ ἀρχιερεύς, ἀλλ’ ἔγινε ἀρχιερεὺς ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ τοῦ εἶπε, Υἱός μου εἶσαι σύ, ἐγὼ σήμερα σὲ ἐγέννησα, ὅπως καὶ εἰς ἄλλο μέρος λέγει, Σὺ εἶσαι αἰώνιος ἱερεὺς κατὰ τὴν τάξιν τοῦ Μελχισεδέκ.

 

Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
Κατά Μάρκον (η΄34– θ΄1)
Εν ταῖς ημέραις ἐκεῖναις, προσκαλεσάμενος ὁ Ιησούς τὸν ὄχλον σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. Ὅς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν.
Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; Ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; Ὅς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων.
Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.


Απόδοση στη νεοελληνική:
Τις ημέρες ἐκείνες, ἀφοῦ ἐκάλεσε ο Ιησούς τὸ πλῆθος μαζί μὲ τοὺς μαθητάς του τοὺς εἶπε, «Ἐὰν κανεὶς θέλῃ νὰ μὲ ἀκολουθήσῃ, ἂς ἀπαρνηθῇ τὸν ἑαυτόν του καὶ ἂς σηκώσῃ τὸν σταυρόν του καὶ ἂς μὲ ἀκολουθήσῃ. Διότι ὅποιος θέλει νὰ σώσῃ τὴν ζωήν του, αὐτὸς θὰ τὴν χάσῃ, ἐκεῖνος δὲ ποὺ θὰ χάσῃ τὴν ζωήν του ἐξ αἰτίας ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, αὐτὸς θὰ τὴν σώσῃ.
Διότι τὶ θὰ ὠφελήσῃ τὸν ἄνθρωπον νὰ κερδίσῃ τὸν κόσμον ὅλον καὶ νὰ ζημιωθῇ τὴν ψυχήν του; Ἢ τί ἀντάλλαγμα εἶναι δυνατὸν νὰ δώσῃ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὴν ψυχήν του; Διότι ὅποιος ἐντρέπεται δι’ ἐμὲ καὶ διὰ τοὺς λόγους μου εἰς τὴν γενεὰν αὐτὴν τὴν μοιχαλίδα καὶ ἁμαρτωλὴν καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ αἰσθανθῇ ντροπὴ γι’ αὐτόν, ὅταν ἔλθῃ μὲ ὅλην τὴν δόξαν τοῦ Πατέρα του μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους».
Καὶ τοὺς ἔλεγε «Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι ὑπάρχουν μερικοὺ ἀπὸ αὐτοὺς, ποὺ στέκονται ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ γευθοῦν θάνατον, ἕως ὅτου ἰδοῦν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ νὰ ἔρχεται μὲ δύναμιν».




Σχολιασμός εις τον Απόστολο ( από τον Αρχ. Επιφάνειο Οικονόμου)

 Ο αναμάρτητος Χριστός 

Η ανωτερότητα του Μεγάλου Αρχιερέως Ιησού Χριστού έναντι των Αρχιερέων της Ιουδαϊκής θρησκείας επισημαίνεται στο Αποστολικό ανάγνωσμα της σημερινής Κυριακής, αγαπητοί μου. 
Μάλιστα, στηρίζεται σε συγκεκριμένα δεδομένα που χαρακτηρίζουν την Αρχιερωσύνη Του. Ο Χριστός είναι ο Υιός του Θεού, γεννημένος αχρόνως από τον Θεό Πατέρα. Διαπέρασε τους ουρανούς για να ενδυθεί την ανθρώπινη φύση, γι’ αυτό και μπορεί να σταθεί με συμπάθεια απέναντι στον πειραζόμενο άνθρωπο, καθότι και ο ίδιος 
υπέστη τους ίδιους πειρασμούς, με μια σημαντική διαφορά· δεν υπέπεσε στην αμαρτία. Αυτό συνέβη γιατί ήταν εκ φύσεως αναμάρτητος, πράγμα που σημαίνει ότι δε μπορούσε να αμαρτήσει, αφού η θεότητά του δεν επέτρεπε την εκτροπή στην αμαρτία. 
Η περί της αναμαρτησίας του Κυρίου διδασκαλία της Εκκλησίας μας είναι βασικότατη, θεμελιωμένη στην Γραφή και στην Πατερική διδασκαλία. Ο ιερός Χρυσόστομος την συνδέει άμεσα με την σωτηρία των ανθρώπων και επισημαίνει: «πώς καθ’ ολοκληρία πέθανε υπέρ των αμαρτωλών, αν αυτός βρισκόταν σε αμαρτία; Διότι αυτός που πεθαίνει υπέρ αμαρτωλών, πρέπει ο ίδιος να είναι αναμάρτητος. Καθ’ όσον, αν αμαρτήσει και αυτός, πώς θα πεθάνει υπέρ άλλων αμαρτωλών; Αν δε πέθανε υπέρ των αμαρτιών όλων των ανθρώπων, πέθανε αναμάρτητος» Οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι η διδασκαλία αυτή της Εκκλησίας μας είναι κομβικής σημασίας, γιατί πάνω της στηρίζεται η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Ο άνθρωπος προσδοκά την σωτηρία του από τον Θεό, γιατί μόνον Αυτός μπορεί να την προσφέρει. 
Επενδύοντας, όμως, τον Χριστό με την φθαρτότητα και την αμαρτωλότητα της ανθρώπινης φύσης, αναγνωρίζοντας δηλ. στο πρόσωπό του έναν κοινό άνθρωπο, όπως όλοι εμείς, τότε το οικοδόμημα της σωτηρίας γκρεμίζεται και μετατρέπεται σε ουτοπία. 
Γι’ αυτό και οι εχθροί της Εκκλησίας διαχρονικά πολέμησαν αυτήν ακριβώς την πτυχή του προσώπου του Χριστού, χρησιμοποιώντας κοινούς και συνηθισμένους τρόπους, ακριβώς για να πλανήσουν και τους εκλεκτούς. Επιστράτευσαν την τέχνη, ως λογοτεχνία, θέατρο, κινηματογράφο, για να παρουσιάσουν έναν καθαρά ανθρώπινο Χριστό.

Έναν Χριστό που συνάπτει σαρκικές σχέσεις, παρουσιάζει τη σύζυγό του, αποκτά παιδιά, δημιουργεί οικογένεια και ενταφιάζεται σε οικογενειακό τάφο! Οι απόψεις αυτές, όσο κι αν κρύβονται πίσω από το πέπλο της καλλιτεχνικής ελευθερίας, αποσκοπούν συνειδητά στην 
καταρράκωση της διδασκαλίας της Εκκλησίας, κατά την οποία ο Χριστός υπήρξε και είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος κατά πάντα, παρεκτός αμαρτίας.
Γι’ αυτό είναι απολύτως δικαιολογημένη η αντίδραση των επίσημων οργάνων της Εκκλησίας απέναντι σε τέτοιου είδους παρακμιακά, δήθεν καλλιτεχνικά φαινόμενα, όχι γιατί ο Χριστός έχει ανάγκη προστασίας, αλλά γιατί η ασθενής συνείδηση των ανθρώπων 
έχει ανάγκη στήριξης και βοήθειας. Στο πλαίσιο αυτό κινούμενη η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, προκειμένου, προ ετών, ν’ αντιμετωπίσει ανάλογα φαινόμενα, απευθύνθηκε στο λαό εξηγώντας τη στάση Της: «Βασική διδασκαλία της Εκκλησίας μας είναι ότι ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος, δηλ. τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος…Αυτή η πίστις είναι το θεμέλιο της Εκκλησιαστικής μας ζωής. Δεν πρόκειται για μία λεπτομέρεια που, αν κλονισθεί, δεν επιφέρει καμία αλλοίωση στον Εκκλησιαστικό οργανισμό, αλλά για 
κεντρικό θεμέλιο της πίστεως. Γιατί, αφού ο Χριστός είναι η κεφαλή της Εκκλησίας, αυτό σημαίνει ότι, αν κλονισθεί αυτή η διδασκαλία, τότε, αυτομάτως και η Εκκλησία συγκαταλέγεται μεταξύ των ανθρωποκεντρικών συστημάτων και, επομένως, ο άνθρωπος παραμένει αιωνίως αλύτρωτος».
Αυτή είναι η πίστη της Εκκλησίας μας περί του Σωτήρος Χριστού, αγαπητοί μου. Οφείλουμε να αποδεχόμαστε και να υιοθετούμε αυτή την πίστη, χωρίς όρους και προϋποθέσεις. 
Οφείλουμε, όμως και να καταδικάζουμε μέσα μας κάθε προσπάθεια σπιλώσεως του προσώπου του Κυρίου, συνδεόμενοι, έτι περισσότερο, με την ζωή της Εκκλησίας, εκεί όπου ο Αναμάρτητος εξακολουθεί να θυσιάζεται για τις δικές μας αμαρτίες. ΑΜΗΝ! 

22 Μαρ 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ 24 ΜΑΡΤΙΟΥ 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ  " Α' Νηστειών Της Ορθοδοξίας"


ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ


ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΙΑ´ 24 - 26,32 - 40

Κείμενο 
24 Πίστει Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ, 25μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν, 26 μείζονα πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ, ἀπέβλεπεν γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν. 
32 Καὶ τί ἔτι λέγω; ἐπιλείψει με γὰρ διηγούμενον ὁ χρόνος περὶ Γεδεών, Βαράκ, Σαμψών, Ἰεφθάε, Δαυῒδ τε καὶ Σαμουὴλ καὶ τῶν προφητῶν, 33 οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, 34 ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· 35 ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· 36 ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· 37 ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, 38 ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐπὶ ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. 39 Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, 40 τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.

Μετάφραση



24 Ενεκα της πίστεως του ο Μωϋσής, όταν εμεγάλωσεν, ηρνήθη να ονομάζεται παιδί της θυγατρός του Φαραώ, 25 και επροτίμησε καλύτερον να ταλαιπωρήται και να κακοπαθή μαζή με τον λαόν του Θεού, παρά να έχη πρόσκαιρον απόλαυσιν μιας αμαρτωλής και τρυφηλής ζωής, σαν βασιλόπουλο εις τα ανάκτορα. 26 Και από τους θησαυρούς, από τα αγαθά και την δόξαν της Αιγύπτου, εθεώρησε μεγαλύτερον και πολυτιμότερον πλούτον το να χλευάζεται και να περιφρονήται, όπως βραδύτερον θα ωνειδίζετο ο Χριστός. Διότι είχε προσηλωμένα τα μάτια του και επερίμενε με πίστιν της ανταμοιβήν, που θα του έδιδεν ο Θεός στους ουρανούς. 

32 Και τι να διηγούμαι ακόμη; Θα σταματήσω, διότι δεν θα με πάρη ο χρόνος, να διηγηθώ δια τον Γεδεών, τον Βαράκ και τον Σαμψών και τον Ιεφθάε, δια τον Δαυίδ και τον Σαμουήλ και τους προφήτας. 33 Αυρτοί, χάρις εις την πίστιν των, ηγωνίσθησαν και κατενίκησαν βασίλεια, ήσκησαν δικαιοσύνην, επέτυχαν την πραγματοποίησιν των υποσχέσεων του Θεού, έφραξαν τα στόματα των αγρίων λεόντων, όπως ο Δανιήλ, 34έσβησαν την φοβεράν δύναμιν της φωτιάς, όπως οι τρεις παίδες, διέφυγαν τον κίνδυνον να σφαγούν με μαχαίρια, όπως ο Ηλίας, εδυναμώθησαν και έγιναν καλά από αρρώστιες, ανεδείχθησαν κραταιοί και δυνατοί στον πόλεμον, έκαμψαν και έτρεψαν εις φυγήν πολυάριθμα στρατεύματα ξένων εχθρών. 35 Μερικές γυναίκες, χάρις εις αυτήν την πίστιν, επήραν πάλιν ζωντανούς, δια της αναστάσεως τους νεκρούς των. Αλλοι δε εδέθησαν στο τύμπανον, στο φοβερά βασανιστικόν εκείνον όργανον, χωρίς να δεχθούν την απελευθέρωσιν, που τους επρότειναν οι βασανισταί των, εάν ηρνούντο την πίστιν των, και υπέμειναν το φοβερόν μαρτύριον μέχρι θανάτου, δια να επιτύχουν και πάρουν ανάστασιν ασυγκρίτως καλυτέραν από την παρούσαν ζωήν. 36 Αλλοι δε εδοκίμασαν εμπαιγμούς και μαστιγώσεις, ακόμη δε δεσμά και φυλακήν. 37 Ελιθοβολήθησαν, επριονίσθησαν, επέρασαν μέσα από πολλούς πειρασμούς, απέθαναν σφαγέντες με μάχαιραν, περιήρχοντο εδώ και εκεί φορούντες, αντί για ενδύματα, προβιές και δέρματα γιδιών, στερούμενοι, θλιβόμενοι, υποβαλλόμενοι εις πολλάς κακουχίας. 38 Τετοιους αγίους δεν ήτο άξιος να τους έχη ο αμαρτωλός κόσμος. Επεριπλανώντο εις τις ερημίες, εις τα όρη, εις τα σπήλαια, εις τις τρύπες της γης. 39 Και όλοι αυτοί, μολονότι έλαβαν την καλήν και τιμίαν μαρτυρίαν, ότι ευηρέστησαν στον Θεόν χάρις εις την πίστιν των, δεν απήλαυσαν πλήρως την υπόσχεσιν της λυτρώσεως και της ουρανίου βασιλείας. 40 Διότι ο Θεός επρόβλεψε δι' ημάς κάτι καλύτερον· δηλαδή να μη απολαύσουν αυτοί πλήρη την τελείωσιν και την μακαριότητα χωρίς ημάς (αλλ' όλοι μαζή σαν ένα πνευματικόν σώμα να απολαύσωμεν κατά την δευτέραν παρυσίαν την ακαριότητα της βασιλείας των ουρανών). 


ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ Α´ 44 - 52

Κείμενο
44 Τῇ ἐπαύριον ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι. 45 ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου. 46 εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ. 47καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος· Ἔρχου καὶ ἴδε. 48 εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· Ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. 49 λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· Πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε. 50 ἀπεκρίθη Ναθαναήλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. 51 ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψῃ. 52 καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου. 

Μετάφραση


44 Την άλλην ημέραν απεφάσισεν ο Χριστός να αναχωρήση από την Ιουδαίαν δια την Γαλιλαίαν. Ευρίσκει τον Φιλιππον (μαθητήν και αυτός του Βαπτιστού, από τον οποίον πολλά είχε ακούσει περί του Μεσσίου) και του λέγει· “έλα κοντά μου”. 45 Ο δε Φιλιππος κατήγετο από την Βηθσαϊδά, από την πατρίδα του Ανδρέου και του Πετρου.46 Ευρίσκει ο Φιλιππος τον Ναθαναήλ και του λέγει· “αυτόν που έγραψε ο Μωϋσής στον Νομον και προανήγγειλαν οι προφήται εις τα προφητικά των βιβλία τον ευρήκαμεν· είναι ο Ιησούς, ο υιός του Ιωσήφ, από την Ναζαρέτ”. 47 Ο Ναθαναήλ όμως είπεν εις αυτόν· “από την Ναζαρέτ είναι δυνατόν να βγη κάτι καλόν;” Λεγει εις αυτόν ο Φιλιππος· “έλα και ιδέ μόνος σου, δια να πεισθής”. 48 Είδεν ο Ιησούς τον Ναθαναήλ να έρχεται προς αυτόν και λέγει περί αυτού· “ιδού ένας γνήσιος Ισραηλίτης, στον οποίον δεν υπάρχει πονηρία”. 49 Λεγει εις αυτόν ο Ναθαναήλ· “από που με γνωρίζεις;” Απήντησεν ο Ιησούς και του είπε· “προτού σε φωνάξη ο Φιλιππος, όταν ήσουνα κάτω από την συκήν, μακρυά από κάθε ανθρώπινον μάτι, εγώ σε είδα”. 50Απεκρίθη τότε ο Ναθαναήλ και του είπε· “Διδάσκαλε, συ είσαι ο Υιός του Θεού, συ είσαι ο Βασιλεύς του Ισραήλ, τον οποίον, σύμφωνα με τις προφητείες, επεριμέναμεν”.51 Του απήντησεν δε ο Ιησούς· “Διότι σου είπα ότι σε είδα κάτω από την συκήν, πιστεύεις; Θα ίδης ακόμη μεγαλύτερα από αυτά”. 52 Και εν συνεχεία λέγει προς αυτόν, ώστε να ακούσουν και οι άλλοι μαθηταί· “σας διαβεβαιώνω, ότι από τώρα θα ίδετε ανοικτόν τον ουρανόν και τους αγγέλους του Θεού ν' ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν, να συνοδεύουν και να υπηρετούν τον υιόν του ανθρώπου (ο οποίος ως Θεός είναι κύριος και των αγγέλων)”. 

**************************

ΜΗΝΥΜΑ

ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ & ΑΛΜΥΡΟΥ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ  2013

Αγαπητοί μου αδελφοί,
    Η Κυριακή της ᾽Ορθοδοξίας συνιστά την αδιάκοπη πρόκληση της ᾽Εκκλησίας που θέτει σε κρίση κάθε φορά την ποιότητα της δικής μας ορθόδοξης συνείδησης. Και τούτο, διότι μπορεί η ίδια η Ορθοδοξία να είναι το πιο ευωδιαστό άνθος που φύεται πάνω στη γη, κατά τους Αγίους Πατέρες μας, εμείς όμως οι θεωρούμενοι ορθόδοξοι χριστιανοί δεν είναι βέβαιο ότι έχουμε πάντοτε τα υγιή αισθητήρια, προκειμένου να βλέπουμε και να οσφραινόμαστε το άνθος αυτό. Κι αυτό σημαίνει ότι μπορεί η σωτηρία να είναι παρούσα κατάσταση στη γη, οι χριστιανοί, όμως, τελικώς, να μην έχουμε εμπειρία αυτής, μοιάζοντας έτσι με τον διψασμένο που έχει την καθάρια πηγή δίπλα του, αλλά που δεν μπορεί να ξεδιψάσει, γιατί δεν την βλέπει.
   Πράγματι: αξίζει, καταρχάς, να θυμηθούμε ότι η νίκη απέναντι στην εικονομαχία ήταν η επιβεβαίωση της πραγματικότητας της ενσάρκωσης του ίδιου του Κυρίου μας ᾽Ιησού Χριστού.  Η εικονομαχία, με την άρνηση της δυνατότητας εξεικονισμού του Κυρίου και των Αγίων, διότι τάχα έτσι υπήρχε εκτροπή προς την ειδωλολατρία, αρνείτο το πιο καίριο στοιχείο της εν Χριστώ αποκάλυψης: ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος εν προσώπω ᾽Ιησού Χριστού.  Η άρνηση αυτή, όμως, σήμαινε ταυτοχρόνως και την μη αποδοχή της σωτηρίας του ανθρώπου, δεδομένου ότι σωτηρία υπάρχει εκεί που ο άνθρωπος ενώνεται ζωντανά και αληθινά με τον Θεό. Πάνω σ᾽ αυτήν την πραγματικότητα κρίθηκε απαρχής η αλήθεια της πίστεως από την αίρεση, όπως το διατύπωσε ανάγλυφα ο Άγιος ᾽Ιωάννης ο Θεολόγος: «Παν πνεύμα ο ομολογεί ᾽Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού εστικαι παν πνεύμα ο μη ομολογεί τον ᾽Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα, εκ του Θεού ουκ εστι» (Α´᾽Ιωάν. 4, 2-3).  Η νίκη, λοιπόν, της ᾽Εκκλησίας με την αποκατάσταση των εικόνων ήταν η διακήρυξη, για μία ακόμη φορά, ότι «ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» (᾽Ιωάν. 1, 14) και ότι ταυτοχρόνως με τη σάρκωση του Θεού, αποκαταστάθηκε η ζοφωμένη εικόνα Του στον άνθρωπο.
    Ετσι η ύπαρξη των εικόνων στην ᾽Εκκλησία μας λειτουργεί αφενός ως ένα είδος εποπτικού Συμβόλου της Πίστεως, αφετέρου ως διαρκής προτροπή για τον ορθό προσανατολισμό του πιστού: να βλέπει ότι ο Χριστός είναι ο σκοπός της ζωής του. Οι εικόνες, δηλαδή, στην ᾽Εκκλησία δεν υπάρχουν για λόγους αισθητικής. ᾽Αποτελούν την αισθητοποίηση της πίστεως και παραπέμπουν σε ο,τι συνιστά αυτοσυνειδησία της ᾽Εκκλησίας. Δεν είναι τυχαίο ότι συνδέθηκαν απαρχής με την εορτή των Χριστουγέννωνγι᾽ αυτό και η θεολογία των εικόνων συμβαδίζει με τη θεολογία της Γέννησης του Κυρίου. ᾽Από την άποψη αυτή, καταλαβαίνει κανείς και τον πολυχρόνιο αγώνα της ᾽Εκκλησίας για να κρατήσει τις εικόνες και το μαρτυρικό αίμα που χύθηκε για την πίστη σ᾽ αυτές.  Οποια χαρά, συνεπώς, έκανε η ᾽Εκκλησία, όταν έβλεπε Αγίους της να επιστρέφουν από την εξορία, την ίδια χαρά έκανε και όταν είδε τις εξόριστες από την πονηρή κρατική εξουσία εικόνες να αναστηλώνονται και πάλι στους ναούς της και να δίνονται προς προσκύνηση στους πιστούς.
   Κριτήριο, λοιπόν, στην Ορθοδοξία είναι ο,τι κρατάει ζωντανή τη σχέση του πιστού με τον Χριστό, κι αυτό το κριτήριο λειτούργησε και στον αγώνα για τις εικόνες.  Η σχέση με τον Χριστό συνιστά την προτεραιότητααυτή αποτελεί τον θησαυρό της πίστεως, γι᾽ αυτό και κάθε τι άλλο υποβαθμίζεται η απορρίπτεται ως ανάξιο λόγου. Κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου «ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω» (Φιλ. 3, 8). ᾽Από την άποψη αυτή, καταλαβαίνουμε και το γιατί στην πίστη μας δεν βρήκαν καθόλου χώρο να παγιωθούν οι όποιες, κατά καιρούς, τάσεις παρουσιάστηκαν ιδεολογοποιήσεως της Ορθοδοξίας η κατανόησής της με τρόπο φανατικό και ζηλωτικό. Διότι και η ιδεολογία και ο φανατισμός και ο ζηλωτισμός διαγράφουν εντελώς και διαμιάς τη ζωντανή σχέση με τον Κύριο: στην μεν ιδεολογία ο πιστός εγκλωβίζεται σε μία διανοητικού τύπου θρησκευτικότητα, στον δε φανατισμό και ζηλωτισμό συμφύρεται με τα ταραγμένα του συναισθήματα. Και στις δύο περιπτώσεις ελλείπει ασφαλώς η αγάπη, συνεπώς ο ίδιος ο Θεός. « Ο γαρ Θεός αγάπη εστί» (Α´ ᾽Ιωάν. 4, 16).
   Κι ακριβώς αυτό προβάλλει πάνω από όλα η Κυριακή της Ορθοδοξίας με την αναστήλωση των εικόνων, γεγονός που συνιστά και την πρόκληση για να μετρήσουμε και τις δικές μας ορθόδοξες αντοχές: το πόσο έχουμε αποδεχτεί τη σάρκωση του Θεού Λόγου μέσα στο ζωντανό σώμα Του, την ᾽Εκκλησία, το πόσο, δηλαδή, λειτούργησε ο ερχομός του Χριστού για να ξαναβρούμε τον αυθεντικό εαυτό μας. Και  αυθεντικός εαυτός  δεν είναι άλλος από την αποκαταστημένη εικόνα του Θεού μέσα μας, η οποία λειτουργεί σωστά, όταν πορεύεται πάνω στις ράγες της αγάπης. Με άλλα λόγια, η Κυριακή της Ορθοδοξίας εορτάζεται όπως πρέπει, όταν μας βρίσκει να ζούμε ως ο Χριστός επί της γης, έχοντας ως γνώρισμά μας την αγάπη ᾽Εκείνου προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο.  Η ύπαρξη της αγάπης  είναι αυτή που αποκαλύπτει τον βαθμό της ορθοδοξίας μας και όχι βεβαίως οι εξεζητημένες κραυγές και κινήσεις μας, καθώς πολύ ορθά έχει ειπωθεί. ᾽Από την άποψη αυτή, αυτό που προβάλλει η εορτή της Ορθοδοξίας είναι το του Αποστόλου «αληθεύοντες εν αγάπη» (᾽Εφ. 4, 15). Πατάμε στέρεα πάνω στην αλήθεια της παράδοσης του Χριστού και των Αποστόλων και φανερώνουμε το στέρεο αυτό πάτημά μας με το βίωμα της αγάπης μας. ᾽Αλήθεια και αγάπη συνυπάρχουν στην πορεία της ᾽Εκκλησίας μας και συνεπώς η έκπτωση της μίας εκ των δύο διαστρέφει και τις δύο. 

Αγαπητοί μου αδελφοί, σε μία εποχή σαν τη σημερινή, όπου πάμπολλοι παραμορφωτικοί φακοί υπάρχουν που διαστρεβλώνουν την αλήθεια, ακόμη και μέσα στην Ορθόδοξη ᾽Εκκλησία μας, η Κυριακή της Ορθοδοξίας, για μία ακόμη φορά, έρχεται με την ανάμνηση της αναστήλωσης των εικόνων να μας υπενθυμίσει την παρουσία του Θεού μας με την κατά σάρκα Γέννησή Του και το μεγαλείο μας ως ανθρώπων, δηλαδή την αναμόρφωση της εικόνας Του μέσα μας, την ίδια τη θέωσή μας.

Χρόνια Πολλά και Ευλογημένα
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
 † Ο ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ