1 Αυγ 2015

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 2 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2015

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

(Α΄Κορινθίους γ΄ 9-17)

Δοκῶ γὰρ ὅτι ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις. ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι. Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ᾿ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ. ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ ᾿Ιησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα. παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε. Διὰ τοῦτο ἔπεμψα ὑμῖν Τιμόθεον, ὅς ἐστι τέκνον μου ἀγαπητὸν καὶ πιστὸν ἐν Κυρίῳ, ὃς ὑμᾶς ἀναμνήσει τὰς ὁδούς μου τὰς ἐν Χριστῷ, καθὼς πανταχοῦ ἐν πάσῃ ἐκκλησίᾳ διδάσκω.


Απόδοση σε απλή γλώσσα

Επειδή, νομίζω ότι ο Θεός απέδειξε εμάς τους αποστόλους τελευταίους, σαν καταδικασμένους σε θάνατο· επειδή, γίναμε θέατρο στον κόσμο, και σε αγγέλους και σε ανθρώπους. Εμείς μωροί για τον Χριστό, εσείς όμως φρόνιμοι εν Χριστώ· εμείς ασθενείς, εσείς όμως ισχυροί· εσείς ένδοξοι, εμείς χωρίς τιμή. Μέχρι τούτη την ώρα και πεινάμε, και διψάμε και είμαστε χωρίς τα απαραίτητα ενδύματα, και μας χαστουκίζουν, και περιπλανιόμαστε, και κοπιάζουμε εργαζόμενοι με τα ίδια μας τα χέρια· όταν μας χλευάζουν, ευλογούμε· όταν μας καταδιώκουν, υποφέρουμε· όταν μας δυσφημούν, παρακαλούμε· γίναμε σαν περικαθάρματα του κόσμου, σκύβαλο όλων μέχρι σήμερα. Αυτά δεν τα γράφω για να σας κάνω να ντραπείτε, αλλά σας νουθετώ, ως παιδιά μου αγαπητά. Επειδή, αν έχετε μύριους παιδαγωγούς εν Χριστώ, δεν έχετε όμως πολλούς πατέρες· δεδομένου ότι, εγώ σας γέννησα εν Χριστώ Ιησού διαμέσου τού ευαγγελίου. Σας παρακαλώ, λοιπόν, γίνεστε μιμητές μου. Γι' αυτό έστειλα σε σας τον Τιμόθεο, που είναι παιδί μου, αγαπητό και πιστό, εν Κυρίω, ο οποίος θα σας θυμίσει τους δρόμους μου, που περπατώ εν Χριστώ, όπως διδάσκω παντού, σε κάθε εκκλησία

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
(Ματθαίου ιδ΄ 22-34)

Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾿ ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος. τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρός σε ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα. ὁ δὲ εἶπεν, ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν. βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. εὐθέως δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος· οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ. Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.

Απόδοση σε απλή γλώσσα:

Και ο Ιησούς ανάγκασε αμέσως τους μαθητές του να μπουν μέσα στο πλοίο, και να πάνε πριν απ’ αυτόν στην αντίπερα όχθη, μέχρις ότου απολύσει τα πλήθη. Και αφού απέλυσε τα πλήθη, ανέβηκε στο βουνό κατ’ ιδίαν για να προσευχηθεί. Και όταν έγινε βράδυ, ήταν εκεί μόνος. Και το πλοίο ήταν ήδη στο μέσον της θάλασσας, βασανιζόμενο από τα κύματα· επειδή, ο άνεμος ήταν ενάντιος. Και κατά την τέταρτη φυλακή της νύχτας, ο Ιησούς πήγε προς αυτούς, περπατώντας επάνω στη θάλασσα. Και οι μαθητές, βλέποντάς τον να περπατάει επάνω στη θάλασσα, ταράχτηκαν, λέγοντας ότι: Είναι φάντασμα· και από τον φόβο, έκραξαν. Αμέσως, όμως, ο Ιησούς τούς μίλησε, λέγοντας: Έχετε θάρρος· εγώ είμαι· μη φοβάστε. Και αποκρινόμενος σ’ αυτόν ο Πέτρος είπε: Κύριε, αν είσαι εσύ, πρόσταξέ με νάρθω σε σένα επάνω στα νερά. Και εκείνος είπε: Έλα. Και αφού ο Πέτρος κατέβηκε από το πλοίο, περπάτησε επάνω στα νερά, για νάρθει στον Ιησού. Βλέποντας, όμως, τον άνεμο δυνατόν, φοβήθηκε· και καθώς άρχισε να καταποντίζεται, έκραξε, λέγοντας: Κύριε, σώσε με. Και ο Ιησούς απλώνοντας αμέσως το χέρι, τον έπιασε, και του λέει: Ολιγόπιστε, σε τι δίστασες; Και όταν μπήκαν στο πλοίο, σταμάτησε ο άνεμος. Και εκείνοι που ήσαν μέσα στο πλοίο, μόλις ήρθαν, τον προσκύνησαν, λέγοντας: Αληθινά, είσαι Υιός τού Θεού. Και αφού διαπέρασαν, ήρθαν στη γη Γεννησαρέτ.



ΣΚΕΨΕΙΣ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Η ανάγκη της προσευχής

Σε ένα συνταρακτικό γεγονός, το οποίο συνέβη αμέσως μετά τον
χορτασμό των πεντακισχιλίων στην έρημο, αναφέρεται το Ευαγγελικό ανάγνωσμα που ακούσαμε σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί. Ο Χριστός απομακρύνθηκε από το πλήθος και ανέβηκε στον παρακείμενο λόφο για να αφεθεί στην εμπειρία της προσευχής. Οι Μαθητές διέσχιζαν τη λίμνη με το πλοιάριό τους, όταν ξέσπασε τρομερή καταιγίδα και τα κύματα απειλούσαν να τους παρασύρουν στον όλεθρο. Ο Κύριος επενέβη, περπατώντας επί των κυμάτων και προκάλεσε τον θαυμασμό, όσο και τον τρόμο των Μαθητών. Τους ηρέμησε, όμως, τους έδωσε θάρρος και δέχθηκε την επιθυμία του Πέτρου να περπατήσει κι εκείνος επί της θαλάσσης, για να νιώσει την ασφάλεια της παρουσίας
του Κυρίου. Μόνο που ο Πέτρος ολιγοψύχησε, δε μπόρεσε να
πιστέψει αυτό που του συνέβαινε, ότι δηλ. ήταν σε θέση να κυριαρχεί στα στοιχεία της φύσης και άρχισε να καταποντίζεται. Ο Ιησούς τον διέσωσε, η τρικυμία κόπασε και όλοι αναγνώρισαν ότι ο Χριστός είναι όντως ο Υιός του Θεού.
Από τα πολλά σημεία που μας παρέχουν αφορμές πνευματικού
προβληματισμού, επιλέγουμε να σταθούμε σε ένα, το οποίο συχνά μας διαφεύγει, καθώς νιώθουμε να κυριαρχεί το θαύμα του κατευνασμού των κυμάτων. Πρόκειται για την παράδοση του Ιησού στην εμπειρία και την ενέργεια της προσευχής, γεγονός ιδιαζόντως ωφέλιμο και διδακτικό. Ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, ο Θεάνθρωπος Ιησούς, νιώθει την ανάγκη της προσευχής, της ζωντανής επικοινωνίας δηλ. με τον Θεό Πατέρα και δεν το πράττει για πρώτη φορά. Είναι πάμπολλες οι στιγμές, που διασώζονται στα Ευαγγελικά κείμενα, που ο Κύριος
αποσύρεται από τους όποιους περισπασμούς και επιλέγει την μόνωση της προσευχής. 
Αν αυτό συνιστούσε ανάγκη για τον Χριστό, πόσο  μάλλον αποτελεί κορυφαίο και μέγιστο μέγεθος της δικής μας
πνευματικής ζωής. Γι’ αυτό αξίζει να καταθέσουμε μερικές απλές
σκέψεις για το γεγονός της προσευχής, που συνιστά, τελικά, ανάγκη της κάθε ψυχής.
«Προσευχή σημαίνει ακουμπάω στο Θεό. Περνώ χρόνο μαζί Του.
Του δίνομαι και περιμένω την επίσκεψή Του. Καταθέτω όλο τον εαυτό μου, με τις αμαρτίες και τα προβλήματά του, στο έλεος και στην αγάπη Του. Αναπνέω πνευματικά. Βγαίνω από το εγώ μου.
Απελευθερώνομαι. Χαίρομαι την παρουσία Του, απολαμβάνω τη δόξα Του, συγκλονίζομαι από ευγνωμοσύνη για τις ευλογίες του, θαυμάζω τη δημιουργία Του, αντικρίζω στον άνθρωπο το χάραγμα της εικόνας  Του και στα γεγονότα τη σφραγίδα της σοφίας και αγάπης Του.
 Φέρνω τον Θεό στην καθημερινότητά μου και ζω μέσα στη βασιλεία Του» ( Νικόλαος, Μητροπολίτης Μεσογαίας & Λαυρεωτικής, «Αν υπάρχει ζωή θέλω να ζήσω», σελ. 104)

Οι άνθρωποι είμαστε οντότητες ψυχοσωματικές. Το σώμα μας
χρειάζεται τροφή για να ζήσει και οξυγόνο για ν’ αναπνεύσει. Χωρίς αυτά, τα περιθώρια της ζωής εξαντλούνται και ο θάνατος επέρχεται φυσιολογικά. Αντιστοίχως και η ψυχή χρειάζεται τροφή για να ζήσει και αέρα για ν’ αναπνεύσει. Η τροφή της είναι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού και το οξυγόνο της η προσευχή. Χωρίς αυτά, υφίσταται πνευματική αφυδάτωση και οδηγείται στη νέκρωσή της.
 Ο άνθρωπος, από διφυής προσωπικότητα γίνεται μισός, σάρκινος, χωρίς πνευματικό περιεχόμενο, αυτοκαταδικασμένος στη στέρηση της αιώνιας ψυχής του. Γι’ αυτό, όπως διδάσκει η ασκητική εμπειρία της Εκκλησίας μας, «μην περιμένεις κάποιαν ασυνήθιστη Θεία έμπνευση για να προσευχηθείς. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε για να προσεύχεται, όπως δημιουργήθηκε για να σκέπτεται και να μιλάει. Πριν απ’ όλα, όμως,
για να προσεύχεται…»( Tito Colliander, «Ο δρόμος των ασκητών», σελ. 91)
Είναι ανάγκη, όμως, ν’ αναφερθούμε και στο περιεχόμενο της
προσευχής μας, ούτως ώστε να είναι ευάρεστη στο Θεό και ωφέλιμη για την ψυχή μας. Η κατάθεση ποικίλων αιτημάτων την ώρα της προσευχής και η απαίτηση της ικανοποίησής τους από τον Θεό, είναι συνήθης προσευχητική τακτική, αλλ’ ουδεμία σχέση έχει με την ουσία της, ενώ κανένα θετικό αποτέλεσμα δεν παρέχει στην ψυχή μας. «Ο άνθρωπος που ζει σ’ ένα κόσμο εφήμερο, φαντάζεται και πιστεύει πως στην προσευχή το σημαντικό, ο σκοπός του ζήλου του είναι ν’ ακούσει
ο Θεός αυτό που ο άνθρωπος του λέει. Κι όμως, στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η προσευχή δε βασίζεται σε αληθινές βάσεις, όταν ο Θεός ακούει τί Του λέμε και τί Του ζητάμε.
Η προσευχή έχει βάσεις αληθινές, όταν αυτός που προσεύχεται δεν σταματά να προσεύχεται μέχρι να φθάσει ν’ ακούσει αυτός ο ίδιος τί θέλει ο Θεός. Ο εφήμερος άνθρωπος σπαταλά τα λόγια του και, κατά συνέπεια, γίνεται απαιτητικός, όταν προσεύχεται. Αυτός, όμως, που προσεύχεται αληθινά περιορίζεται μόνο στο ν’ ακούει»( Νικολάε Στάινχαρτ, «Το ημερολόγιο της ευτυχίας», σελ. 352)
Είναι γεγονός, αγαπητοί μου, ότι το κεφάλαιο της προσευχής
είναι τεράστιο και δεν εξαντλείται στον περιορισμένο χώρο μιας
ταπεινής ομιλίας. Ας κρατήσουμε, όμως, βαθιά στην ψυχή μας ότι η προσευχή είναι αδιαμφισβήτητη εσωτερική μας ανάγκη, προορισμένη για να κρατήσει ζωντανές και ακμαίες τις πνευματικές μας δυνάμεις.
Γι’ αυτό να την κάνουμε τρόπο ζωής, τρόπο ζωντανής και διαρκούς επικοινωνίας με τον Θεό, εκζητώντας απλά και μόνο την προστασία και το μέγα Του έλεος. ΑΜΗΝ!


Αρχιμ. Ε.Ο.

2 Μαΐ 2015

Ιερά Μητρόπολις Δημητριάδος και Αλμυρού - Ειδήσεις - Η τραγωδία των μεταναστών και οι αξίες που γέννησαν τον ανθρωπισμό- Άρθρο του Σεβ. Μητροπολίτη Δημητριάδος κ. Ιγνατίου στην Εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ



Η τραγωδία των μεταναστών και οι αξίες που γέννησαν τον ανθρωπισμό- 

Άρθρο του Σεβ. Μητροπολίτη Δημητριάδος κ. Ιγνατίου στην Εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ


ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

(Πραξ. θ´ 32-42) 

Κείμενο

Εν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο Πέτρον διερχόμενον διὰ πάντων κατελθεῖν καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους τοὺς κατοικοῦντας Λύδδαν. Εὗρε δὲ ἐκεῖ ἄνθρωπόν τινα Αἰνέαν ὀνόματι, ἐξ ἐτῶν ὀκτὼ κατακείμενον ἐπὶ κραβάττῳ, ὃς ἦν παραλελυμένος. Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος· Αἰνέα, ἰᾶταί σε ᾿Ιησοῦς ὁ Χριστός· ἀνάστηθι καὶ στρῶσον σεαυτῷ. Καὶ εὐθέως ἀνέστη. Καὶ εἶδον αὐτὸν πάντες οἱ κατοικοῦντες Λύδδαν καὶ τὸν Σάρωνα, οἵτινες ἐπέστρεψαν ἐπὶ τὸν Κύριον. ᾿Εν ᾿Ιόππῃ δέ τις ἦν μαθήτρια ὀνόματι Ταβιθά, ἣ διερμηνευομένη λέγεται Δορκάς· αὕτη ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει. ᾿Εγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἀσθενήσασαν αὐτὴν ἀποθανεῖν· λούσαντες δὲ αὐτὴν ἔθηκαν ἐν ὑπερῴῳ. ᾿Εγγὺς δὲ οὔσης Λύδδης τῇ ᾿Ιόππῃ οἱ μαθηταὶ ἀκούσαντες ὅτι Πέτρος ἐστὶν ἐν αὐτῇ, ἀπέστειλαν δύο ἄνδρας πρὸς αὐτὸν παρακαλοῦντες μὴ ὀκνῆσαι διελθεῖν ἕως αὐτῶν. ᾿Αναστὰς δὲ Πέτρος συνῆλθεν αὐτοῖς· ὃν παραγενόμενον ἀνήγαγον εἰς τὸ ὑπερῷον, καὶ παρέστησαν αὐτῷ πᾶσαι αἱ χῆραι κλαίουσαι καὶ ἐπιδεικνύμεναι χιτῶνας καὶ ἱμάτια ὅσα ἐποίει μετ᾿ αὐτῶν οὖσα ἡ Δορκάς. ᾿Εκβαλὼν δὲ ἔξω πάντας ὁ Πέτρος θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο, καὶ ἐπιστρέψας πρὸς τὸ σῶμα εἶπε· Ταβιθά, ἀνάστηθι. ῾Η δὲ ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς, καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον ἀνεκάθισε. Δοὺς δὲ αὐτῇ χεῖρα ἀνέστησεν αὐτήν, φωνήσας δὲ τοὺς ἁγίους καὶ τὰς χήρας παρέστησεν αὐτὴν ζῶσαν. Γνωστὸν δὲ ἐγένετο καθ᾿ ὅλης τῆς ᾿Ιόππης, καὶ πολλοὶ ἐπίστευσαν ἐπὶ τὸν Κύριον.


Απόδοση σε απλή γλώσσα

Εκεῖνες τὶς ἡμέρες, περνώντας ὁ Πέτρος ἀπ’ ὅλες τὶς ἐκκλησίες, κατέβηκε καὶ στοὺς χριστιανοὺς ποὺ κατοικοῦσαν στὴ Λύδδα. ᾿Εκεῖ βρῆκε κάποιον ἄνθρωπο ποὺ λεγόταν Αἰνέας. Αὐτὸς ἦταν ὀχτὼ χρόνια κατάκοιτος, ἐπειδὴ ἦταν παράλυτος. ῾Ο Πέτρος τοῦ εἶπε· «Αἰνέα, σὲ γιατρεύει ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός. Σήκω καὶ στρῶσε τὸ κρεβάτι σου». Κι αὐτὸς ἀμέσως σηκώθηκε. ῞Ολοι ὅσοι κατοικοῦσαν στὴ Λύδδα καὶ στὸν Σάρωνα τὸν εἶδαν καὶ δέχτηκαν τὸν ᾿Ιησοῦ γιὰ Κύριό τους. Στὴν ᾿Ιόππη ἦταν μιὰ μαθήτρια ποὺ τὴν ἔλεγαν Ταβιθά -στὰ ἑλληνικὰ σημαίνει «Δορκάδα». Αὐτὴ εἶχε κάνει πολλὲς ἀγαθοεργίες καὶ ἐλεημοσύνες. ᾿Εκεῖνες τὶς μέρες συνέβη νὰ ἀρρωστήσει καὶ νὰ πεθάνει. Τὴν ἔλουσαν, λοιπόν, καὶ τὴν ἔβαλαν στὸ ἀνώγειο. ῾Η Λύδδα ἦταν κοντὰ στὴν ᾿Ιόππη, καί, ὅταν οἱ μαθητὲς ἄκουσαν ὅτι ὁ Πέτρος ἦταν ἐκεῖ, τοῦ ἔστειλαν δύο ἄνδρες καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ πάει σ’ αὐτοὺς ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα. Αὐτὸς ξεκίνησε καὶ πῆγε μαζί τους. Μόλις ἔφτασε, τὸν ἀνέβασαν στὸ ἀνώγειο. ᾿Αμέσως τὸν περικύκλωσαν ὅλες οἱ χῆρες κλαίγοντας καὶ δείχνοντάς του τὰ ροῦχα ποὺ εἶχε φτιάξει γι’ αὐτοὺς ἡ Δορκάδα ὅσο ζοῦσε. ῾Ο Πέτρος τότε τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, γονάτισε καὶ προσευχήθηκε. Κατόπιν γύρισε στὴ νεκρὴ καὶ τῆς εἶπε· «Ταβιθά, σήκω πάνω». Αὐτὴ ἄνοιξε τὰ μάτια της, κι ὅταν εἶδε τὸν Πέτρο ἀνασηκώθηκε. ῾Ο Πέτρος τῆς ἔδωσε τὸ χέρι του καὶ τὴ σήκωσε. ῞Υστερα φώναξε τοὺς πιστοὺς καὶ τὶς χῆρες καὶ τοὺς τὴν παρουσίασε ζωντανή. Αὐτὸ ἔγινε γνωστὸ σ’ ὅλη τὴν ᾿Ιόππη, καὶ πολλοὶ πίστεψαν στὸν Κύριο.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

(᾿Ιω. ε´ 1-15) 

Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀνέβη ᾿Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα. ῎Εστι δὲ ἐν τοῖς ῾Ιεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη ῾Εβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα. ᾿Εν ταύταις κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν. ῎Αγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι. ῏Ην δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ. Τοῦτον ἰδὼν ὁ ᾿Ιησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; ᾿Απεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. Λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ῎Εγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. Καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. ῏Ην δὲ Σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. ῎Ελεγον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· Σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον. ᾿Απεκρίθη αὐτοῖς· ῾Ο ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. ᾿Ηρώτησαν οὖν αὐτόν· Τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; ῾Ο δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ ᾿Ιησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. Μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ῎Ιδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. ᾿Απῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς ᾿Ιουδαίοις ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.



Απόδοση σε απλή γλώσσα

Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ἀνέβηκε ὁ ᾿Ιησοῦς στὰ ῾Ιεροσόλυμα. Κοντὰ στὴν προβατικὴ πύλη, στὰ ῾Ιεροσόλυμα, ὑπάρχει μιὰ δεξαμενὴ μὲ πέντε στοές, ποὺ ἑβραϊκὰ ὀνομάζεται Βηθεσδά. Σ’ αὐτὲς τὶς στοὲς κείτονταν πολλοὶ ἄρρωστοι, τυφλοί, κουτσοί, παράλυτοι, ποὺ περίμεναν νὰ ἀναταραχθεῖ τὸ νερό· γιατί, ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρό, ἕνας ἄγγελος Κυρίου κατέβαινε στὴ δεξαμενὴ κι ἀνατάραζε τὰ νερά· ὅποιος, λοιπόν, ἔμπαινε πρῶτος μετὰ τὴν ἀναταραχὴ τοῦ νεροῦ, αὐτὸς γινόταν καλά, ὅποια κι ἂν ἦταν ἡ ἀρρώστια ποὺ τὸν ταλαιπωροῦσε. ᾿Εκεῖ ἦταν κι ἕνας ἄνθρωπος, ἄρρωστος τριάντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια. ῞Οταν τὸν εἶδε ὁ ᾿Ιησοῦς κατάκοιτο, τὸν ρώτησε· «Θέλεις νὰ γίνεις καλά;» ῎Ηξερε πὼς ἦταν ἔτσι γιὰ πολὺν καιρό. «Κύριε», τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἄρρωστος, «δὲν ἔχω κανέναν νὰ μὲ βάλει στὴ δεξαμενὴ μόλις ἀναταραχτοῦν τὰ νερά· ἔτσι, ἐνῶ ἐγὼ προσπαθῶ νὰ πλησιάσω μόνος μου, πάντοτε κάποιος ἄλλος κατεβαίνει στὸ νερὸ πρὶν ἀπὸ μένα». ῾Ο ᾿Ιησοῦς τοῦ λέει· «Σήκω πάνω, πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτα». Κι ἀμέσως ὁ ἄνθρωπος ἔγινε καλά, σήκωσε τὸ κρεβάτι του καὶ περπατοῦσε. ῾Η μέρα ποὺ ἔγινε αὐτὸ ἦταν Σάββατο. ῎Ελεγαν, λοιπόν, οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἄρχοντες στὸν θεραπευμένο· «Εἶναι Σάββατο, καὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ σηκώνεις τὸ κρεβάτι σου». Αὐτὸς ὅμως τοὺς ἀπάντησε· «᾿Εκεῖνος ποὺ μ’ ἔκανε καλά, ἐκεῖνος μοῦ εἶπε “πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτα”». Τὸν ρώτησαν· «Ποιὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ σοῦ εἶπε “πάρε το καὶ περπάτα;”» ῾Ο θεραπευμένος ὅμως δὲν ἤξερε νὰ πεῖ ποιὸς ἦταν, ἐπειδὴ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶχε φύγει ἀπαρατήρητος ἐξαιτίας τοῦ πλήθους ποὺ ἦταν μαζεμένο ἐκεῖ. ᾿Αργότερα ὁ ᾿Ιησοῦς τὸν βρῆκε στὸν ναὸ καὶ τοῦ εἶπε· «Βλέπεις, ἔχεις γίνει καλά· ἀπὸ δῶ καὶ πέρα μὴν ἁμαρτάνεις, γιὰ νὰ μὴν πάθεις τίποτα χειρότερο». ῾Ο ἄνθρωπος ἔφυγε ἀμέσως κι ἀνάγγειλε στοὺς ᾿Ιουδαίους ἄρχοντες ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς ἦταν αὐτὸς ποὺ τὸν γιάτρεψε.



                                    par1