2 Μαΐ 2015

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ


ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

(Πραξ. θ´ 32-42) 

Κείμενο

Εν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο Πέτρον διερχόμενον διὰ πάντων κατελθεῖν καὶ πρὸς τοὺς ἁγίους τοὺς κατοικοῦντας Λύδδαν. Εὗρε δὲ ἐκεῖ ἄνθρωπόν τινα Αἰνέαν ὀνόματι, ἐξ ἐτῶν ὀκτὼ κατακείμενον ἐπὶ κραβάττῳ, ὃς ἦν παραλελυμένος. Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος· Αἰνέα, ἰᾶταί σε ᾿Ιησοῦς ὁ Χριστός· ἀνάστηθι καὶ στρῶσον σεαυτῷ. Καὶ εὐθέως ἀνέστη. Καὶ εἶδον αὐτὸν πάντες οἱ κατοικοῦντες Λύδδαν καὶ τὸν Σάρωνα, οἵτινες ἐπέστρεψαν ἐπὶ τὸν Κύριον. ᾿Εν ᾿Ιόππῃ δέ τις ἦν μαθήτρια ὀνόματι Ταβιθά, ἣ διερμηνευομένη λέγεται Δορκάς· αὕτη ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν ὧν ἐποίει. ᾿Εγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἀσθενήσασαν αὐτὴν ἀποθανεῖν· λούσαντες δὲ αὐτὴν ἔθηκαν ἐν ὑπερῴῳ. ᾿Εγγὺς δὲ οὔσης Λύδδης τῇ ᾿Ιόππῃ οἱ μαθηταὶ ἀκούσαντες ὅτι Πέτρος ἐστὶν ἐν αὐτῇ, ἀπέστειλαν δύο ἄνδρας πρὸς αὐτὸν παρακαλοῦντες μὴ ὀκνῆσαι διελθεῖν ἕως αὐτῶν. ᾿Αναστὰς δὲ Πέτρος συνῆλθεν αὐτοῖς· ὃν παραγενόμενον ἀνήγαγον εἰς τὸ ὑπερῷον, καὶ παρέστησαν αὐτῷ πᾶσαι αἱ χῆραι κλαίουσαι καὶ ἐπιδεικνύμεναι χιτῶνας καὶ ἱμάτια ὅσα ἐποίει μετ᾿ αὐτῶν οὖσα ἡ Δορκάς. ᾿Εκβαλὼν δὲ ἔξω πάντας ὁ Πέτρος θεὶς τὰ γόνατα προσηύξατο, καὶ ἐπιστρέψας πρὸς τὸ σῶμα εἶπε· Ταβιθά, ἀνάστηθι. ῾Η δὲ ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῆς, καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον ἀνεκάθισε. Δοὺς δὲ αὐτῇ χεῖρα ἀνέστησεν αὐτήν, φωνήσας δὲ τοὺς ἁγίους καὶ τὰς χήρας παρέστησεν αὐτὴν ζῶσαν. Γνωστὸν δὲ ἐγένετο καθ᾿ ὅλης τῆς ᾿Ιόππης, καὶ πολλοὶ ἐπίστευσαν ἐπὶ τὸν Κύριον.


Απόδοση σε απλή γλώσσα

Εκεῖνες τὶς ἡμέρες, περνώντας ὁ Πέτρος ἀπ’ ὅλες τὶς ἐκκλησίες, κατέβηκε καὶ στοὺς χριστιανοὺς ποὺ κατοικοῦσαν στὴ Λύδδα. ᾿Εκεῖ βρῆκε κάποιον ἄνθρωπο ποὺ λεγόταν Αἰνέας. Αὐτὸς ἦταν ὀχτὼ χρόνια κατάκοιτος, ἐπειδὴ ἦταν παράλυτος. ῾Ο Πέτρος τοῦ εἶπε· «Αἰνέα, σὲ γιατρεύει ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός. Σήκω καὶ στρῶσε τὸ κρεβάτι σου». Κι αὐτὸς ἀμέσως σηκώθηκε. ῞Ολοι ὅσοι κατοικοῦσαν στὴ Λύδδα καὶ στὸν Σάρωνα τὸν εἶδαν καὶ δέχτηκαν τὸν ᾿Ιησοῦ γιὰ Κύριό τους. Στὴν ᾿Ιόππη ἦταν μιὰ μαθήτρια ποὺ τὴν ἔλεγαν Ταβιθά -στὰ ἑλληνικὰ σημαίνει «Δορκάδα». Αὐτὴ εἶχε κάνει πολλὲς ἀγαθοεργίες καὶ ἐλεημοσύνες. ᾿Εκεῖνες τὶς μέρες συνέβη νὰ ἀρρωστήσει καὶ νὰ πεθάνει. Τὴν ἔλουσαν, λοιπόν, καὶ τὴν ἔβαλαν στὸ ἀνώγειο. ῾Η Λύδδα ἦταν κοντὰ στὴν ᾿Ιόππη, καί, ὅταν οἱ μαθητὲς ἄκουσαν ὅτι ὁ Πέτρος ἦταν ἐκεῖ, τοῦ ἔστειλαν δύο ἄνδρες καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ πάει σ’ αὐτοὺς ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα. Αὐτὸς ξεκίνησε καὶ πῆγε μαζί τους. Μόλις ἔφτασε, τὸν ἀνέβασαν στὸ ἀνώγειο. ᾿Αμέσως τὸν περικύκλωσαν ὅλες οἱ χῆρες κλαίγοντας καὶ δείχνοντάς του τὰ ροῦχα ποὺ εἶχε φτιάξει γι’ αὐτοὺς ἡ Δορκάδα ὅσο ζοῦσε. ῾Ο Πέτρος τότε τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, γονάτισε καὶ προσευχήθηκε. Κατόπιν γύρισε στὴ νεκρὴ καὶ τῆς εἶπε· «Ταβιθά, σήκω πάνω». Αὐτὴ ἄνοιξε τὰ μάτια της, κι ὅταν εἶδε τὸν Πέτρο ἀνασηκώθηκε. ῾Ο Πέτρος τῆς ἔδωσε τὸ χέρι του καὶ τὴ σήκωσε. ῞Υστερα φώναξε τοὺς πιστοὺς καὶ τὶς χῆρες καὶ τοὺς τὴν παρουσίασε ζωντανή. Αὐτὸ ἔγινε γνωστὸ σ’ ὅλη τὴν ᾿Ιόππη, καὶ πολλοὶ πίστεψαν στὸν Κύριο.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

(᾿Ιω. ε´ 1-15) 

Κείμενο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀνέβη ᾿Ιησοῦς εἰς ῾Ιεροσόλυμα. ῎Εστι δὲ ἐν τοῖς ῾Ιεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρα, ἡ ἐπιλεγομένη ῾Εβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα. ᾿Εν ταύταις κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν. ῎Αγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι. ῏Ην δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ. Τοῦτον ἰδὼν ὁ ᾿Ιησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι; ᾿Απεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει. Λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ῎Εγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. Καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. ῏Ην δὲ Σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. ῎Ελεγον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· Σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον. ᾿Απεκρίθη αὐτοῖς· ῾Ο ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει. ᾿Ηρώτησαν οὖν αὐτόν· Τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; ῾Ο δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ ᾿Ιησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ. Μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ῎Ιδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται. ᾿Απῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς ᾿Ιουδαίοις ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.



Απόδοση σε απλή γλώσσα

Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ἀνέβηκε ὁ ᾿Ιησοῦς στὰ ῾Ιεροσόλυμα. Κοντὰ στὴν προβατικὴ πύλη, στὰ ῾Ιεροσόλυμα, ὑπάρχει μιὰ δεξαμενὴ μὲ πέντε στοές, ποὺ ἑβραϊκὰ ὀνομάζεται Βηθεσδά. Σ’ αὐτὲς τὶς στοὲς κείτονταν πολλοὶ ἄρρωστοι, τυφλοί, κουτσοί, παράλυτοι, ποὺ περίμεναν νὰ ἀναταραχθεῖ τὸ νερό· γιατί, ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρό, ἕνας ἄγγελος Κυρίου κατέβαινε στὴ δεξαμενὴ κι ἀνατάραζε τὰ νερά· ὅποιος, λοιπόν, ἔμπαινε πρῶτος μετὰ τὴν ἀναταραχὴ τοῦ νεροῦ, αὐτὸς γινόταν καλά, ὅποια κι ἂν ἦταν ἡ ἀρρώστια ποὺ τὸν ταλαιπωροῦσε. ᾿Εκεῖ ἦταν κι ἕνας ἄνθρωπος, ἄρρωστος τριάντα ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια. ῞Οταν τὸν εἶδε ὁ ᾿Ιησοῦς κατάκοιτο, τὸν ρώτησε· «Θέλεις νὰ γίνεις καλά;» ῎Ηξερε πὼς ἦταν ἔτσι γιὰ πολὺν καιρό. «Κύριε», τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἄρρωστος, «δὲν ἔχω κανέναν νὰ μὲ βάλει στὴ δεξαμενὴ μόλις ἀναταραχτοῦν τὰ νερά· ἔτσι, ἐνῶ ἐγὼ προσπαθῶ νὰ πλησιάσω μόνος μου, πάντοτε κάποιος ἄλλος κατεβαίνει στὸ νερὸ πρὶν ἀπὸ μένα». ῾Ο ᾿Ιησοῦς τοῦ λέει· «Σήκω πάνω, πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτα». Κι ἀμέσως ὁ ἄνθρωπος ἔγινε καλά, σήκωσε τὸ κρεβάτι του καὶ περπατοῦσε. ῾Η μέρα ποὺ ἔγινε αὐτὸ ἦταν Σάββατο. ῎Ελεγαν, λοιπόν, οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἄρχοντες στὸν θεραπευμένο· «Εἶναι Σάββατο, καὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ σηκώνεις τὸ κρεβάτι σου». Αὐτὸς ὅμως τοὺς ἀπάντησε· «᾿Εκεῖνος ποὺ μ’ ἔκανε καλά, ἐκεῖνος μοῦ εἶπε “πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτα”». Τὸν ρώτησαν· «Ποιὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ σοῦ εἶπε “πάρε το καὶ περπάτα;”» ῾Ο θεραπευμένος ὅμως δὲν ἤξερε νὰ πεῖ ποιὸς ἦταν, ἐπειδὴ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶχε φύγει ἀπαρατήρητος ἐξαιτίας τοῦ πλήθους ποὺ ἦταν μαζεμένο ἐκεῖ. ᾿Αργότερα ὁ ᾿Ιησοῦς τὸν βρῆκε στὸν ναὸ καὶ τοῦ εἶπε· «Βλέπεις, ἔχεις γίνει καλά· ἀπὸ δῶ καὶ πέρα μὴν ἁμαρτάνεις, γιὰ νὰ μὴν πάθεις τίποτα χειρότερο». ῾Ο ἄνθρωπος ἔφυγε ἀμέσως κι ἀνάγγειλε στοὺς ᾿Ιουδαίους ἄρχοντες ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς ἦταν αὐτὸς ποὺ τὸν γιάτρεψε.



                                    par1



ΣΚΕΨΕΙΣ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ

Δεν είμαστε μόνοι

 

Ανάμεσα στα αναρίθμητα θαύματα του Κυρίου μας το θαύμα της θεραπείας του παραλυτικού της Βηθεσδά που ακούσαμε σήμερα στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα, φέρνει ένα ιδιαίτερο μήνυμα στους ανθρώπους της εποχής μας. Δεν αποκαλύπτει μόνο την αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο, αλλά και το κρυφό δράμα της μοναξιάς, που σαν επιδημία απλώνεται στις προηγμένες κοινωνίες και απειλεί την ισορροπία της ανθρώπινης προσωπικότητας.
 Αλλά ας θυμηθούμε λίγο τι λέει το σημερινό ανάγνωσμα. Δίπλα στην προβατική πύλη του τείχους της Ιερουσαλήμ (πύλη από την οποία περνούσαν τα πρόβατα που προορίζονταν για θυσία, για να τα καθαρίσουν πρώτα),   υπήρχε μια δεξαμενή (κολυμβήθρα) με πέντε στοές, που ονομαζόταν Βηθεσδά ή καλύτερα Βελζεθά (οίκος ελέους ή κολυμβήθρα του ελέους.). Έχουν βρεθεί μάλιστα και τα ερείπιά της, βορειοανατολικά του Ναού. Αυτή η δεξαμενή είχε γύρω της πέντε στοές πλημμυρισμένες από λογής – λογής αρρώστους, ένα νοσοκομείο του Θεού ήταν. Διότι όλοι αυτοί, τυφλοί, ανάπηροι, παράλυτοι, περίμεναν με αγωνία κι ελπίδα να κατέβει κάθε τόσο ο άγγελος, ο απεσταλμένος του Θεού, να ταράξει τα νερά της δεξαμενής. Και τότε! Ω τότε! Όποιος προλάβαινε να πέσει μέσα στα νερά την ώρα εκείνη γινόταν αμέσως καλά, από οποιαδήποτε αρρώστια κι αν έπασχε. Απ’ όλους αυτούς τους βασανισμένους αρρώστους όμως ένας άνθρωπος ξεχώριζε. Τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια παράλυτος. Κι ήταν μόνος, κατάμονος. Δεν είχε κανένα να τον βοηθήσει. Μα σήμερα κάτι άλλαξε στη ζωή του. Δεν είναι μόνος. Τον πλησίασε ο Χριστός, ο Θεός που έγινε άνθρωπος για να θεραπεύσει τον πληγωμένο άνθρωπο. Ο Κύριος λοιπόν μόλις αντίκρισε τον παράλυτο, του είπε: «Θέλεις να γίνεις καλά»; Κι εκείνος με πόνο του απάντησε: «Κύριε, δεν έχω άνθρωπο να με βοηθήσει να πέσω πρώτος μέσα στα νερά όταν τα κινήσει ο άγγελος. Πάντοτε κάποιος άλλος προλαβαίνει να πέσει πρώτος».
Πόσο δραματική ήταν αλήθεια η ζωή αυτού του ανθρώπου! Πώς ζούσε τόσα χρόνια; Πού έβρισκε φαγητό; Ποιος τον διακονούσε στις καθημερινές του ανάγκες; Μπορούμε να τον φαντασθούμε στα τριανταοκτώ αυτά χρόνια της δοκιμασίας του; Μπορούμε να κατανοήσουμε το δράμα του εκεί στην κολυμβήθρα; Μόνος, έρημος κι αβοήθητος ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους. Κι από τον τρόπο που αποκρίνεται στον Κύριο φαίνεται ότι ο παράλυτος αυτός υποφέρει, μα δεν γογγύζει. Βλέπει την περιφρόνηση και δεν βλασφημεί ούτε τον Θεό ούτε την ώρα που γεννήθηκε. Δεν κατηγορεί κανένα. Δεν μιλάει με οργή. Αντίθετα περιμένει. Περιμένει την κάθοδο του αγγέλου, την επίσκεψη της θείας χάριτος.
Πόσοι άνθρωποι αλήθεια και σήμερα, σε διαφορετικές βέβαια συνθήκες υποφέρουν όπως ο παράλυτος του Ευαγγελίου ο οποίος γίνεται σύμβολο του ανθρώπου της εποχής μας. Μόνοι κι εγκαταλελειμμένοι, σ’ ένα απόμακρο χωριό, σ’ ένα Γηροκομείο ξεχασμένων ψυχών, σ’ ένα παρατημένο διαμέρισμα, σ’ ένα σπίτι χωρίς αγάπη. Στις μεγαλουπόλεις το δράμα της μοναξιάς διακρίνεται καλύτερα. Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων κυκλοφορούν στους δρόμους χιλιάδες άνθρωποι που αν και στριμώχνονται στα λεωφορεία, στα καταστήματα, στα γραφεία, εν τούτοις είναι τόσο ξένοι και άγνωστοι.
Ζούμε κοντά ο ένας στον άλλο, αλλά δεν έχουμε καμιά ψυχική επικοινωνία, μπορεί στο διαμέρισμα μιας πολυκατοικίας μια οικογένεια ή ένας άνθρωπος να ζεί κάποιο δράμα και στο διπλανό διαμέρισμα να μην ξέρουν τίποτε και να διασκεδάζουν, είναι γεγονός πλέον ότι πίσω από τις περισσότερες κλισμένες πόρτες υπάρχουν πολλοί συνάνθρωποί μας  που υποφέρουν.
Όλοι αυτοί ακούγοντας σήμερα το ιερό αυτό Ευαγγέλιο, δεν πρέπει να απελπίζονται,  θα πρέπει να διδαχθούν από δυο μεγάλες αλήθειες. Πρώτον ότι μέσα στη μοναξιά μας, αντί να κλαίμε για την κατάστασή μας, έχουμε χρέος να καλλιεργούμαστε στην αρετή, να κάνουμε υπομονή, να έχουμε πίστη, να συνειδητοποιούμε τη μηδαμινότητά μας, και έτσι να εξαγιαζόμαστε.
 Και δεύτερον να κατανοήσουμε ότι δεν είμαστε μόνοι. Δίπλα μας είναι αοράτως ο Χριστός. Μπορεί βέβαια να μην επεμβαίνει ακόμη στο δράμα μας. Αλλά ξέρει τον πόνο μας και τη μοναξιά μας.
Ας Τον παρακαλούμε λοιπόν να σταθεί σύντροφος στο πρόβλημά μας και στη δυστυχία μας και να μας στείλει ανθρώπους του να μας συμπαρασταθούν και να γλυκάνουν τη μοναξιά μας και τη δυστυχία μας. Δεν είμαστε μόνοι. Δίπλα μας είναι ο Θεάνθρωπος έτοιμος να μας βοηθήσει.
Ο Κύριος εκεί στη δεξαμενή της Βηθεσδά, αφού άκουσε τα πονεμένα λόγια του παραλύτου, του είπε: «Σήκω επάνω. Πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα». Πώς έγιναν όλα τόσο ξαφνικά! Πώς αυτός που δεν μπορούσε να περπατήσει τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια σηκώθηκε υγιέστατος; Πώς σήκωσε το κρεβάτι του και περπάτησε και διάβαινε ολόρθος τους δρόμους της Ιερουσαλήμ;
Κάποιοι που τον είδαν, αυτόν τον πασίγνωστο παράλυτο, να περπατά, αντί να χαρούν για το πρωτοφανές θαύμα που έβλεπαν, παραλογίσθηκαν. Κι άρχισαν να τον κατηγορούν, διότι δεν ήταν επιτρεπτό σύμφωνα με το νόμο ημέρα Σάββατο να σηκώνει το κρεβάτι του. Αυτός όμως με θάρρος τους απαντά: «Εκείνος που με θεράπευσε, εκείνος μού ‘πε να σηκώσω και το κρεβάτι μου». «Και ποιος είναι αυτός;», τον ρωτούν. Ο πρώην παράλυτος όμως δεν ήξερε ποιο ήταν το όνομα του Κυρίου, ο Οποίος μετά το θαύμα είχε απομακρυνθεί διακριτικά. Κάποια ημέρα όμως ο Κύριος Ιησούς τον συναντά στο ιερό και του λέει: «Κοίταξε, έγινες καλά. Πρόσεξε όμως να μην αμαρτάνεις στο εξής, για να μην πάθεις χειρότερο κακό». Κι εκείνος γεμάτος ευγνωμοσύνη και χαρά, ψάχνει και βρίσκει ξανά τους Ιουδαίους που τον είχαν ρωτήσει, για να τους αποκαλύψει με ενθουσιασμό τον ευεργέτη του:  Ο Ιησούς είναι αυτός που με έκανε υγιή, τους είπε χαρούμενος.
Αυτή η πηγαία ομολογία του ανθρώπου εκείνου που εκδήλωνε τη βαθιά του ευγνωμοσύνη προς τον ευεργέτη του πρέπει να μας διδάξει πολύ. Διότι κι εμείς δεχόμαστε καθημερινά τις μεγάλες και θαυμαστές ευεργεσίες του Θεού που μυστικά ή φανερά ενεργεί στη ζωή μας από τα παιδικά μας χρόνια μέχρι σήμερα. Μπροστά στις αναρίθμητες ευεργεσίες λοιπόν που δεχόμαστε τόσα χρόνια, να μάθουμε να λέμε καθημερινά μέσα από την καρδιά μας το «δόξα σοι ο Θεός». Χωρίς να γκρινιάζουμε γι’ αυτά που μας λείπουν και χωρίς να ερμηνεύουμε τα γεγονότα της ζωής μας ως αποτέλεσμα συγκυριών ή ως συνέπειες των προσωπικών μας προσπαθειών. Αλλά να έχουμε μέσα μας κυρίαρχο το αίσθημα της ευγνωμοσύνης προς τον Κύριο για όλες τις δωρεές που δεχόμαστε. Να Τον ευχαριστούμε με όλη μας τη δύναμη για όλα όσα γνωρίζουμε και όσα δεν γνωρίζουμε, για τις αφανείς και φανερές ευεργεσίες που έχει κάνει σε μας. Και να ομολογούμε στους γύρω μας ότι ο Κύριος Ιησούς είναι ο ευεργέτης της ζωής μας, ο «ιατρός των ψυχών και των σωμάτων» μας, ο Πατέρας μας και ο κυβερνήτης της ζωής μας.
Επομένως αδελφοί μου, όσοι νοιώθουμε την  μοναξιά , όσοι είμαστε  καρφωμένοι στο κρεβάτι του πόνου σαν τον παράλυτο του σημερινού Ευαγγελίου και με δάκρυα λέμε «άνθρωπο δεν έχω» ας ενωθούμε με τον Θεάνθρωπο. Ας τον αναζητήσουμε  τις ώρες της  μοναξιάς και του πόνου και εκείνος θα γεμίσει τις ώρες μας αυτές και θα απαλύνει τον πόνο μας. Ας μην απογοητευόμαστε, ας μην απελπιζόμαστε, εκείνο που μας απομένει να κάνουμε είναι να υψώσουμε την κραυγή της ψυχή μας  στον Αναστάντα Κύριο, και Εκείνος πολύ σύντομα στον αφόρητο πόνο μας θα ,μας απαντήσει με αυτά τα παρηγορητικά λόγια «  Δια σε άνθρωπος γέγονα, Δια σε σάρκα περιβέβλημαι και λέγεις άνθρωπο ουκ έχω;»

Πάντοτε λοιπόν άνθρωπό θα έχουμε και μάλιστα τον Θεάνθρωπο Κύριό μας, αρκεί να τον καλέσουμε. Αμήν
Σ.Π

25 Απρ 2015

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΩΡΩΝ

Το Αποστολικό Ανάγνωσμα
(Πράξ. στ´ 1-7) 

Εν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, πληθυνόντων τῶν μαθητῶν ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν ῾Ελληνιστῶν πρὸς τοὺς ῾Εβραίους, ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν. Προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν εἶπον· Οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις.
᾿Επισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος ῾Αγίου καὶ σοφίας, οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης· ἡμεῖς δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν. Καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον παντὸς τοῦ πλήθους· καὶ ἐξελέξαντο Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ Πνεύματος ῾Αγίου, καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα καὶ Παρμενᾶν καὶ Νικόλαον προσήλυτον ᾿Αντιοχέα, οὓς ἔστησαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων, καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας. Καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξανε, καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἐν ῾Ιερουσαλὴμ σφόδρα, πολύς τε ὄχλος τῶν ᾿Ιουδαίων ὑπήκουον τῇ πίστει.

Απόδοση: 
Εκεῖνες τὶς μέρες, καθὼς μεγάλωνε ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν, ἄρχισαν νὰ παραπονιοῦνται οἱ ἑλληνόφωνοι πιστοὶ ἐναντίον τῶν ἑβραιοφώνων, ὅτι στὴν καθημερινὴ διανομὴ τῶν τροφίμων δὲν φρόντιζαν τὶς ἑλληνόφωνες χῆρες ὅσο ἔπρεπε. Τότε οἱ δώδεκα ἀπόστολοι σύναξαν ὅλους τοὺς μαθητὲς καὶ τοὺς εἶπαν· «Δὲν εἶναι σωστὸ ἐμεῖς ν’ ἀφήσουμε τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀσχολούμαστε μὲ διανομὲς τροφίμων. Φροντίστε, λοιπόν, ἀδελφοί, νὰ ἐκλέξετε ἀπ’ ἀνάμεσά σας ἑφτὰ ἄνδρες μὲ καλὴ φήμη, γεμάτους ἀπὸ τὴ σοφία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Θὰ ὁρίσουμε αὐτοὺς νὰ κάνουν αὐτὸ τὸ ἔργο, κι ἐμεῖς θὰ ἀφιερωθοῦμε ἀποκλειστικὰ στὴν προσευχὴ καὶ στὸ ἔργο τοῦ κηρύγματος». Μ’ αὐτὰ τὰ λόγια συμφώνησε ὅλη ἡ κοινότητα. ῎Ετσι διάλεξαν τὸν Στέφανο, ἄνθρωπο γεμάτον πίστη καὶ ῞Αγιο Πνεῦμα· ἐπίσης τὸν Φίλιππο, τὸν Πρόχορο, τὸν Νικάνορα, τὸν Τίμωνα, τὸν Παρμενᾶ καὶ τὸν Νικόλαο ἀπὸ τὴν ᾿Αντιόχεια, ὁ ὁποῖος προηγουμένως εἶχε προσχωρήσει στὸν ᾿Ιουδαϊσμό. ῾Η κοινότητα τοὺς ἔφερε μπροστὰ στοὺς ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι προσευχήθηκαν κι ἔβαλαν τὰ χέρια πάνω στὰ κεφάλια αὐτῶν τῶν ἑφτά. Στὸ μεταξὺ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶχε μεγάλη διάδοση. ῾Ο ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν στὴν ῾Ιερουσαλὴμ μεγάλωνε πολὺ καὶ πάρα πολλοὶ ᾿Ιουδαῖοι ἀποδέχονταν τὴν πίστη.


Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα
(Μαρκ. ιε´ 43 - ιστ´ 8)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθὼν ᾿Ιωσὴφ ὁ ἀπὸ ᾿Αριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ. ῾Ο δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ ᾿Ιωσήφ. Καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. ῾Η δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ᾿Ιωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται. Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτὸν. Καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. Καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; Καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. Καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ῾Ο δὲ λέγει αὐταῖς· Μὴ ἐκθαμβεῖσθε· ᾿Ιησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. ᾿Αλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. Καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.

Απόδοση:
Εκεῖνο τὸν καιρό, ὁ ᾿Ιωσήφ, ἕνα ἀξιοσέβαστο μέλος τοῦ συνεδρίου, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν ᾿Αριμαθαία, καὶ περίμενε κι αὐτὸς τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τόλμησε νὰ πάει στὸν Πιλᾶτο καὶ νὰ τοῦ ζητήσει τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ. ῾Ο Πιλᾶτος ἀπόρησε ποὺ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶχε κιόλας πεθάνει. Κάλεσε τὸν ἑκατόνταρχο καὶ τὸν ρώτησε ἂν εἶχε πεθάνει ἀπὸ ὥρα. ῞Οταν πῆρε τὴν ἀπάντηση ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχο, χάρισε τὸ σῶμα στὸν ᾿Ιωσήφ. ᾿Εκεῖνος ἀγόρασε ἕνα σεντόνι, κατέβασε τὸν ᾿Ιησοῦ, τὸν τύλιξε μ’ αὐτὸ καὶ τὸν τοποθέτησε σ’ ἕνα μνῆμα ποὺ ἦταν λαξεμένο σὲ βράχο· μετὰ κύλησε ἕνα λιθάρι κι ἔκλεισε τὴν εἴσοδο τοῦ μνήματος. ῾Η Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ ᾿Ιωσῆ παρακολουθοῦσαν ποῦ τὸν ἔβαλαν. ῞Οταν πέρασε τὸ Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ ᾿Ιακώβου, καὶ ἡ Σαλώμη, ἀγόρασαν ἀρώματα, γιὰ νὰ πᾶνε ν’ ἀλείψουν τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ. ῏Ηρθαν στὸ μνῆμα πολὺ πρωὶ τὴν ἑπομένη τοῦ Σαββάτου, μόλις ἀνέτειλε ὁ ἥλιος. Κι ἔλεγαν μεταξύ τους· «Ποιὸς θὰ μᾶς κυλήσει τὴν πέτρα ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ μνήματος;» Γιατὶ ἦταν πάρα πολὺ μεγάλη. Μόλις ὅμως κοίταξαν πρὸς τὰ κεῖ, παρατήρησαν ὅτι ἡ πέτρα εἶχε κυλήσει ἀπὸ τὸν τόπο της. Μόλις μπῆκαν στὸ μνῆμα, εἶδαν ἕναν νεαρὸ μὲ λευκὴ στολὴ νὰ κάθεται στὰ δεξιά, καὶ τρόμαξαν. Αὐτὸς ὅμως τοὺς εἶπε· «Μὴν τρομάζετε. Ψάχνετε γιὰ τὸν ᾿Ιησοῦ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ, τὸν σταυρωμένο. ᾿Αναστήθηκε. Δὲν εἶναι ἐδῶ. Νά καὶ τὸ μέρος ὅπου τὸν εἶχαν βάλει. Πηγαίνετε τώρα καὶ πεῖτε στοὺς μαθητές του καὶ στὸν Πέτρο· “πηγαίνει πρὶν ἀπὸ σᾶς στὴν Γαλιλαία καὶ σᾶς περιμένει· ἐκεῖ θὰ τὸν δεῖτε, ὅπως σᾶς τὸ εἶπε”». Οἱ γυναῖκες βγῆκαν κι ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνῆμα γεμάτες τρόμο καὶ δέος· δὲν εἶπαν ὅμως τίποτα σὲ κανέναν, γιατὶ ἦταν φοβισμένες.