Δεν είμαστε μόνοι
Ανάμεσα
στα αναρίθμητα θαύματα του Κυρίου μας το θαύμα της θεραπείας του παραλυτικού
της Βηθεσδά που ακούσαμε σήμερα στο Ευαγγελικό ανάγνωσμα, φέρνει ένα ιδιαίτερο
μήνυμα στους ανθρώπους της εποχής μας. Δεν αποκαλύπτει μόνο την αγάπη του Θεού
προς τον άνθρωπο, αλλά και το κρυφό δράμα της μοναξιάς, που σαν επιδημία
απλώνεται στις προηγμένες κοινωνίες και απειλεί την ισορροπία της ανθρώπινης
προσωπικότητας.
Αλλά ας θυμηθούμε λίγο τι λέει το σημερινό
ανάγνωσμα. Δίπλα στην προβατική πύλη του τείχους της Ιερουσαλήμ (πύλη από την οποία περνούσαν τα πρόβατα
που προορίζονταν για θυσία, για να τα καθαρίσουν πρώτα), υπήρχε μια δεξαμενή
(κολυμβήθρα) με πέντε στοές, που ονομαζόταν Βηθεσδά ή καλύτερα Βελζεθά (οίκος
ελέους ή κολυμβήθρα του ελέους.). Έχουν βρεθεί μάλιστα και τα ερείπιά της, βορειοανατολικά
του Ναού. Αυτή η δεξαμενή είχε γύρω της πέντε στοές πλημμυρισμένες από
λογής – λογής αρρώστους, ένα νοσοκομείο του Θεού ήταν. Διότι όλοι αυτοί,
τυφλοί, ανάπηροι, παράλυτοι, περίμεναν με αγωνία κι ελπίδα να κατέβει κάθε τόσο
ο άγγελος, ο απεσταλμένος του Θεού, να ταράξει τα νερά της δεξαμενής. Και τότε!
Ω τότε! Όποιος προλάβαινε να πέσει μέσα στα νερά την ώρα εκείνη γινόταν αμέσως
καλά, από οποιαδήποτε αρρώστια κι αν έπασχε. Απ’ όλους αυτούς τους βασανισμένους
αρρώστους όμως ένας άνθρωπος ξεχώριζε. Τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια παράλυτος.
Κι ήταν μόνος, κατάμονος. Δεν είχε κανένα να τον βοηθήσει. Μα σήμερα κάτι
άλλαξε στη ζωή του. Δεν είναι μόνος. Τον πλησίασε ο Χριστός, ο Θεός που έγινε
άνθρωπος για να θεραπεύσει τον πληγωμένο άνθρωπο. Ο Κύριος λοιπόν μόλις
αντίκρισε τον παράλυτο, του είπε: «Θέλεις να γίνεις καλά»; Κι εκείνος με πόνο
του απάντησε: «Κύριε, δεν έχω άνθρωπο να με βοηθήσει να πέσω πρώτος μέσα στα
νερά όταν τα κινήσει ο άγγελος. Πάντοτε κάποιος άλλος προλαβαίνει να πέσει
πρώτος».
Πόσο
δραματική ήταν αλήθεια η ζωή αυτού του ανθρώπου! Πώς ζούσε τόσα χρόνια; Πού
έβρισκε φαγητό; Ποιος τον διακονούσε στις καθημερινές του ανάγκες; Μπορούμε να
τον φαντασθούμε στα τριανταοκτώ αυτά χρόνια της δοκιμασίας του; Μπορούμε να
κατανοήσουμε το δράμα του εκεί στην κολυμβήθρα; Μόνος, έρημος κι αβοήθητος
ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους. Κι από τον τρόπο που αποκρίνεται στον Κύριο
φαίνεται ότι ο παράλυτος αυτός υποφέρει, μα δεν γογγύζει. Βλέπει την
περιφρόνηση και δεν βλασφημεί ούτε τον Θεό ούτε την ώρα που γεννήθηκε. Δεν
κατηγορεί κανένα. Δεν μιλάει με οργή. Αντίθετα περιμένει. Περιμένει την κάθοδο
του αγγέλου, την επίσκεψη της θείας χάριτος.
Πόσοι
άνθρωποι αλήθεια και σήμερα, σε διαφορετικές βέβαια συνθήκες υποφέρουν όπως ο
παράλυτος του Ευαγγελίου ο οποίος γίνεται σύμβολο του ανθρώπου της εποχής μας.
Μόνοι κι εγκαταλελειμμένοι, σ’ ένα απόμακρο χωριό, σ’ ένα Γηροκομείο ξεχασμένων
ψυχών, σ’ ένα παρατημένο διαμέρισμα, σ’ ένα σπίτι χωρίς αγάπη. Στις
μεγαλουπόλεις το δράμα της μοναξιάς διακρίνεται καλύτερα. Άγνωστοι μεταξύ
αγνώστων κυκλοφορούν στους δρόμους χιλιάδες άνθρωποι που αν και στριμώχνονται
στα λεωφορεία, στα καταστήματα, στα γραφεία, εν τούτοις είναι τόσο ξένοι και
άγνωστοι.
Ζούμε
κοντά ο ένας στον άλλο, αλλά δεν έχουμε καμιά ψυχική επικοινωνία, μπορεί στο
διαμέρισμα μιας πολυκατοικίας μια οικογένεια ή ένας άνθρωπος να ζεί κάποιο
δράμα και στο διπλανό διαμέρισμα να μην ξέρουν τίποτε και να διασκεδάζουν,
είναι γεγονός πλέον ότι πίσω από τις περισσότερες κλισμένες πόρτες υπάρχουν
πολλοί συνάνθρωποί μας που υποφέρουν.
Όλοι
αυτοί ακούγοντας σήμερα το ιερό αυτό Ευαγγέλιο, δεν πρέπει να απελπίζονται, θα πρέπει να διδαχθούν από δυο μεγάλες
αλήθειες. Πρώτον ότι μέσα στη μοναξιά μας, αντί να κλαίμε για την κατάστασή
μας, έχουμε χρέος να καλλιεργούμαστε στην αρετή, να κάνουμε υπομονή, να έχουμε
πίστη, να συνειδητοποιούμε τη μηδαμινότητά μας, και έτσι να εξαγιαζόμαστε.
Και δεύτερον να κατανοήσουμε ότι δεν είμαστε
μόνοι. Δίπλα μας είναι αοράτως ο Χριστός. Μπορεί βέβαια να μην επεμβαίνει ακόμη
στο δράμα μας. Αλλά ξέρει τον πόνο μας και τη μοναξιά μας.
Ας Τον
παρακαλούμε λοιπόν να σταθεί σύντροφος στο πρόβλημά μας και στη δυστυχία μας
και να μας στείλει ανθρώπους του να μας συμπαρασταθούν και να γλυκάνουν τη
μοναξιά μας και τη δυστυχία μας. Δεν είμαστε μόνοι. Δίπλα μας είναι ο
Θεάνθρωπος έτοιμος να μας βοηθήσει.
Ο Κύριος
εκεί στη δεξαμενή της Βηθεσδά, αφού άκουσε τα πονεμένα λόγια του παραλύτου, του
είπε: «Σήκω επάνω. Πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα». Πώς έγιναν όλα τόσο
ξαφνικά! Πώς αυτός που δεν μπορούσε να περπατήσει τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια
σηκώθηκε υγιέστατος; Πώς σήκωσε το κρεβάτι του και περπάτησε και διάβαινε ολόρθος
τους δρόμους της Ιερουσαλήμ;
Κάποιοι
που τον είδαν, αυτόν τον πασίγνωστο παράλυτο, να περπατά, αντί να χαρούν για το
πρωτοφανές θαύμα που έβλεπαν, παραλογίσθηκαν. Κι άρχισαν να τον κατηγορούν,
διότι δεν ήταν επιτρεπτό σύμφωνα με το νόμο ημέρα Σάββατο να σηκώνει το κρεβάτι
του. Αυτός όμως με θάρρος τους απαντά: «Εκείνος που με θεράπευσε, εκείνος μού
‘πε να σηκώσω και το κρεβάτι μου». «Και ποιος είναι αυτός;», τον ρωτούν. Ο
πρώην παράλυτος όμως δεν ήξερε ποιο ήταν το όνομα του Κυρίου, ο Οποίος μετά το θαύμα
είχε απομακρυνθεί διακριτικά. Κάποια ημέρα όμως ο Κύριος Ιησούς τον συναντά στο
ιερό και του λέει: «Κοίταξε, έγινες καλά. Πρόσεξε όμως να μην αμαρτάνεις στο
εξής, για να μην πάθεις χειρότερο κακό». Κι εκείνος γεμάτος ευγνωμοσύνη και
χαρά, ψάχνει και βρίσκει ξανά τους Ιουδαίους που τον είχαν ρωτήσει, για να τους
αποκαλύψει με ενθουσιασμό τον ευεργέτη του: Ο Ιησούς είναι αυτός που με
έκανε υγιή, τους είπε χαρούμενος.
Αυτή η
πηγαία ομολογία του ανθρώπου εκείνου που εκδήλωνε τη βαθιά του ευγνωμοσύνη προς
τον ευεργέτη του πρέπει να μας διδάξει πολύ. Διότι κι εμείς δεχόμαστε
καθημερινά τις μεγάλες και θαυμαστές ευεργεσίες του Θεού που μυστικά ή φανερά
ενεργεί στη ζωή μας από τα παιδικά μας χρόνια μέχρι σήμερα. Μπροστά στις
αναρίθμητες ευεργεσίες λοιπόν που δεχόμαστε τόσα χρόνια, να μάθουμε να λέμε
καθημερινά μέσα από την καρδιά μας το «δόξα σοι ο Θεός». Χωρίς να γκρινιάζουμε
γι’ αυτά που μας λείπουν και χωρίς να ερμηνεύουμε τα γεγονότα της ζωής μας ως
αποτέλεσμα συγκυριών ή ως συνέπειες των προσωπικών μας προσπαθειών. Αλλά να
έχουμε μέσα μας κυρίαρχο το αίσθημα της ευγνωμοσύνης προς τον Κύριο για όλες
τις δωρεές που δεχόμαστε. Να Τον ευχαριστούμε με όλη μας τη δύναμη για όλα όσα
γνωρίζουμε και όσα δεν γνωρίζουμε, για τις αφανείς και φανερές ευεργεσίες που
έχει κάνει σε μας. Και να ομολογούμε στους γύρω μας ότι ο Κύριος Ιησούς είναι ο
ευεργέτης της ζωής μας, ο «ιατρός των ψυχών και των σωμάτων» μας, ο Πατέρας μας
και ο κυβερνήτης της ζωής μας.
Επομένως
αδελφοί μου, όσοι νοιώθουμε την μοναξιά
, όσοι είμαστε καρφωμένοι στο κρεβάτι
του πόνου σαν τον παράλυτο του σημερινού Ευαγγελίου και με δάκρυα λέμε «άνθρωπο
δεν έχω» ας ενωθούμε με τον Θεάνθρωπο. Ας τον αναζητήσουμε τις ώρες της
μοναξιάς και του πόνου και εκείνος θα γεμίσει τις ώρες μας αυτές και θα
απαλύνει τον πόνο μας. Ας μην απογοητευόμαστε, ας μην απελπιζόμαστε, εκείνο που
μας απομένει να κάνουμε είναι να υψώσουμε την κραυγή της ψυχή μας στον Αναστάντα Κύριο, και Εκείνος πολύ
σύντομα στον αφόρητο πόνο μας θα ,μας απαντήσει με αυτά τα παρηγορητικά λόγια
« Δια σε άνθρωπος γέγονα, Δια σε σάρκα
περιβέβλημαι και λέγεις άνθρωπο ουκ έχω;»
Πάντοτε
λοιπόν άνθρωπό θα έχουμε και μάλιστα τον Θεάνθρωπο Κύριό μας, αρκεί να τον
καλέσουμε. Αμήν
Σ.Π