17 Αυγ 2012

ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΣΤΗ ΣΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ. No 7

Οι κακότροπες ασκήτριες
ΣΤΑ μέσα του 6ου αιώνα ασκήτευαν στα περίχωρα της Ρώμης δύο παρθένες.
Προέρχονταν από αρχοντική οικογένεια και έμεναν κοντά στο μοναστήρι του όσίου Βενεδίκτου.
Κάποιος ευσεβής χριστιανός φρόντιζε νά τις προμηθεύει ό,τι είχαν ανάγκη.
Αυτές όμως, με την έπαρση της αριστοκρατικής τους καταγωγής, καθημερινά ειρωνεύονταν, έβριζαν και πρόσβαλλαν τον καλό εκείνον άνθρωπο.
Κάποτε πια δεν άντεξε άλλο τη συμπεριφορά τους, πού είχε γίνει πραγματικά αφόρητη, και πήγε
να παραπονεθεί στον όσιο Βενέδικτο.
Μετά απ' αυτό ο όσιος κάλεσε τις δύο κόρες και τις μάλωσε αυστηρά:
Νά διορθωθείτε και νά περιορίσετε τη γλώσσα σας, γιατί αλλιώς δεν θα σας μεταλάβω.
Μα εκείνες δεν άλλαξαν καθόλου. και δυστυχώς, μετά από λίγο καιρό πέθαναν και οι δύο.
Τις έθαψαν μέσα στην εκκλησία, όπως συνηθιζόταν τότε. .
Από τη μέρα της ταφής τους όμως άρχισε νά γίνεται κάτι φοβερό: σε κάθε θεία λειτουργία, τη στιγμή πού ο διάκονος καλούσε όσους δεν θα κοινωνούσαν νά βγουν από το ναό, μία ευσεβής γυναίκα- είχε υπηρετήσει σαν παραμάνα τους και έφερνε πάντα προσφορές για τις ψυχές τους - έβλεπε τις δύο παρθένες νά σηκώνονται από τούς τάφους τους και νά βγαίνουν έξω!
'Όταν αυτό έγινε αρκετές φορές, τρέχει με κλάματα ή γυναίκα στον όσιο Βενέδικτο, πέφτει ατά πόδια του και του φανερώνει την τρομακτική οπτασία. . Αμέσως ο όσιος της δίνει μία προσφορά και της λέει:
Πήγαινέ την στον ιερέα και παρακάλεσέ τον νά λειτουργήσει για την ανάπαυση των ψυχών τους. 'Έτσι θα λυθούν από Το επιτίμιο της ακοινωνησίας.
και πραγματικά, αυτό έγινε!
Ό ιερέας τέλεσε για χάρη τους τη θεία λειτουργία με την προσφορά του όσίου Βενεδίκτου, κι από τότε ή γυναίκα δεν τις ξαναείδε νά βγαίνουν από την εκκλησία.

Ή τιμωρία και ή λύτρωση
ΣΤΑ χρόνια τού βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου τού νέου πλήθος από Σκύθες με δική του διαταγή ξεκίνησαν για την Ανατολή.
Κάποτε έφτασαν και στην Τραπεζούντα.
'Ανάμεσά τους ήταν και κάποιος δεμένος με αλυσίδες, γιατί είχε μέσα του ολόκληρη λεγεώνα πονηρών πνευμάτων.
Οι άλλοι Σκύθες τον πρόσεχαν νύχτα-μέρα, από φό60 μήπως οι δαίμονες τον ρίξουν ατή φωτιά και τον κάψουν η τον πνίξουν στο νερό η τον γκρεμίσουν σε κανένα βάραθρο.
Πριν δαιμονιστεί ο Σκύθης αυτός, από νέος ακόμα, έκανε τα θελήματα των δαιμόνων και ζούσε ζωή ακόλαστη.
Κάποτε όμως έκανε και μία φρικτή ασέβεια:
στη Βασιλεύουσα, όπου είχε πάει μαζί με άλλους ομόφυλους του, επισκέφθηκε μίαν εκκλησία.
Έκεί, μολονότι αβάπτιστος και ακάθαρτος, τόλμησε νά πλησιάσει στο άγιο ποτήριο την ώρα της θείας μεταλήψεως και νά κοινωνήσει! την ίδια όμως στιγμή παραδόθηκε στους απάνθρωπους δαίμονες, πού άρχισαν από τότε νά τον βασανίζουν αλύπητα.
Σ' αυτή λοιπόν την κατάσταση έφτασε στην Τραπεζούντα. οι σύντροφοί του, μαθαίνοντας για τα πολλά θαύματα τού αγίου Ευγενίου, τον έφεραν στο ναό του. Στο μεταξύ ή σατανική λεγεώνα τον έκανε να σπαράζει και ν' αφρίζει.
Πώς τόλμησες, τον φοβέριζαν τα δαιμόνια, νά μεταλάβεις
Το Χριστό, αφού είσαι δικός μας;
Θα σ' εξαφανίσουμε με τον πιο σκληρό τρόπο!
Κανένας δεν Θα σε γλιτώσει άπ' τα χέρια μας!...
'Ενώ όμως κόμπαζαν και απειλούσαν οι μιαροί δαίμονες, τι κάνει ο γρήγορος βοηθός των ανθρώπων, ο ένδοξος Ευγένιος;
Παρακαλεί τον φιλάνθρωπο Δεσπότη νά σπλαχνιστεί Το πλάσμα Του και νά το απαλλάξει από την τυραννία του σατανά.
Και με τις παρακλήσεις του λυγίζει τον πολυέλεο Κύριο.
Καθώς στεκόταν λοιπόν ο δαιμονισμένος μπροστά στο λείψανο του άγίου, ήρθε σε έκσταση. του φάνηκε πώς είδε Το Χριστό νά κατεβαίνει από τον ουρανό μέσα στην εκκλησία.
'Εκεί, αφού του θύμισε τις βέβηλες πράξεις, πού από νέος είχε κάνει, άρχισε νά τον ελέγχει αυστηρά.
Μ' όλες τούτες τις παρανομίες σου, κατέληξε ο Κύριος, με λύπησες πάρα πολύ. δεν είσαι άξιος ελέους. για χάρη όμως του αγαπητού μου Ευγένιου σε λυπήθηκα και Θα σ' ελεήσω. Και γυρίζοντας στο μάρτυρα, πού στεκόταν δίπλα Του ικετευτικά, συνέχισε:
Γιάτρεψέ τον, Ευγένιε, αφού κατέφυγε στην προστασία σου.
'Αμέσως ο Ιησούς εξαφανίστηκε. Ό άγιος είπε τότε στον δαιμονισμένο: Αυτό το κακό το έπαθες επειδή κοινώνησες
τα άχραντα Μυστήρια, ενώ ήσουν αβάπτιστος και βουτηγμένος στις αμαρτίες.
Ο Σκύθης συνήλθε από την έκσταση.
Είδε τότε, αισθητά πια, νά βγαίνει φωτιά από τα άγια λείψανα, νά μπαίνει στο στόμα του και νά κατακαίγει - έτσι του φάνηκε - τα σωθικά του.
Όσοι ήταν εκεί κοντά μπόρεσαν νά δουν με τα ίδια τους τα μάτια τη δύναμη του άγίου Ευγενίου, πού βασάνιζε και τιμωρούσε εξουσιαστικά τούς πονηρούς δαίμονες, διώχνοντάς τους βίαια μέσ' από τον ταλαίπωρο άνθρωπο.
Άφριζε και ίδρωνε και χτυπιόταν ο Σκύθης, ώσπου ελευθερώθηκε εντελώς από τ' ακάθαρτα πνεύματα.
Ειρηνικός πια και ανενόχλητος, σιχάθηκε την παλιά του ζωή, και δεν έπαψε ποτέ νά ευχαριστεί τον θαυματουργό μάρτυρα πού τον ευεργέτησε.

Ο λειτουργός άγγελος
ΣΤΗΝ Κύπρο, στο χωριό Τραχιάδες, δέκα χρόνια πριν από την άλωση του νησιού (1571), ζούσε κάποιος ανάξιος ιερέας.
Με τη συνεργεία του πονηρού είχε πλανεύει και είχε μάθει στην εντέλεια τη μαγική τέχνη.
Είχε φτάσει μάλιστα στο κατάντημα νά τρώει και νά πίνει σε ιερά σκεύη μαζί με πόρνες!
Ή θεία δίκη όμως σύντομα τον τιμώρησε.
Μόλις πληροφορήθηκε ο άρχοντας της περιοχής την πολιτεία του, τον καταδίκασε σε θάνατο.
Κι όταν ο μελλοθάνατος οδηγήθηκε στη μέση του αμφιθεάτρου, κάποιος σύμβουλος του άρχοντα τον ρώτησε:
Πες μου, μιαρέ, με τι καρδιά, με τι χείλη, με τι χέρια τολμούσες νά πλησιάζεις τον Αμόλυντο;
Δεν έτρεμες μήπως σε κάψει κεραυνός, μήπως σε καταπιεί ή γη;
Πώς τολμούσες Εσύ, πού προσκυνούσες το διάολο, νά μεταδίδεις στους χριστιανούς τα θεία Μυστήρια;
Ορκίζομαι στο Θεό πού πρόκειται νά με κολάσει, απάντησε τότε εκείνος, πώς άπ' την ώρα πού έγινα μάγος και φαρμακός, δεν λειτουργούσα εγώ.
Μόλις έμπαινα στο άγιο βήμα, κατέβαινε άγγελος από τον ουρανό, με έδενε πισθάγκωνα στην κολόνα και τελούσε εκείνος τη λειτουργία.
Τέλος, αφού κοινωνούσε Το λαό, μ' έλυνε και έφευγα.

10 Αυγ 2012

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 12/8/2012

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
 
ΠΡΟΣ ΚΟΡΙΝΘΙΟΥΣ Α' Δ´ 9 - 16
 
ΚΕΙΜΕΝΟ
 
9 δοκῶ γὰρ ὅτι ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις. 10 ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. 11 ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν 12 καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, 13 βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι. 14 Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ’ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ· 15 ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ’ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα. 16 παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Αλλ' ημείς οι Απόστολοι κάθε άλλο παρά βασιλείαν και δόξαν έχομεν κερδήσει στον κόσμον αυτόν. Διότι νομίζω, ότι ο Θεός ημάς τους Αποστόλους μας έχει δείξει εις τα μάτια όλων των ανθρώπων σαν τους πιο τελευταίους, σαν καταδικασμένους εις θάνατον, που βαδίζουν στον τόπον της εκτελέσεως. Διότι εγίναμεν παράδοξον θέαμα εις όλον τον κόσμον, στους αγγέλους που θαυμάζουν, και στους ανθρώπους που χλευάζουν. 10 Ημείς οι Απόστολοι θεωρούμεθα από τους ανθρώπους του κόσμου μωροί και ανόητοι δια το όνομα του Χριστού. Σεις όμως είσθε φρόνιμοι και συνετοί εν Χριστώ! Ημείς είμεθα ασθενείς και αδύνατοι. Σεις όμως είσθε ισχυροί και ακατανίκητοι! Σεις είσθε ένδοξοι, ημείς δε περιφρονημένοι και εξουθενωμένοι. 11 Από την ημέραν που ελάβαμεν το αποστολικόν αξίωμα και μέχρις αυτής της ώρας, ζώμεν ανάμεσα στο πλήθος από ταλαιπωρίας και περιπετείας. Και πεινώμεν και διψώμε· και δεν έχομεν ρούχα δια να προφυλαχθώμεν από τας κακοκαιρίας και δεχόμεθα ραπίσματα και γρονθοκοπήματα, και συνεχώς μετακινούμεθα από τόπου εις τόπον, χωρίς να έχωμεν πουθενά σταθεράν παραμονήν. 12 Και κοπιάζομεν εργαζόμενοι με τα ίδια μας τα χέρια. Οταν οι άπιστοι μας εμπαίζουν και μας υβρίζουν ημείς τους ευλογούμεν και ευχόμεθα αγαθά δι' αυτούς. Οταν μας καταδιώκουν, δεικνύομεν μακροθυμίαν και υπομονήν απέναντί των. 13 Οταν μας δυσφημούν και μας διαβάλλουν, ημείς προσπαθούμεν με λόγια καλωσύνης και αγάπης να τους καταπραΰνωμεν και τους ημερώσωμεν. Σαν τα πλέον ρυπαρά πράγματα του κόσμου έχομεν γίνει, σαν αποσπογγίσματα για πέταμα θεωρούμεθα εις τα μάτια όλων έως την στιγμήν αυτήν. 14 Με αυτά που σας γράφω δεν θέλω να σας πικράνω και εντροπιάσω, αλλά σαν παιδιά μου αγαπητά σας συμβουλεύω. 15 Διότι έστω και αν έχετε παρά πολλούς παιδαγωγούς και διδασκάλους κατά Χριστόν, δεν έχετε όμως πολλούς πατέρας. Ενας είναι ο πατέρας σας, εγώ. Διότι εγώ, με τον φωτισμόν και την δύναμιν του Χριστού, σας έχω γεννήσει πνευματικώς εις την νέαν ζωήν δια μέσου του Ευαγγελίου. 16 Σας παρακαλώ, λοιπόν, σαν παιδιά μου αγαπημένα, να γίνεσθε μιμηταί μου.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΙΖ´ 14 - 23
ΚΕΙΜΕΝΟ
14 Καὶ ἐλθόντων αὐτῶν πρὸς τὸν ὄχλον προσῆλθεν αὐτῷ ἄνθρωπος γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων· 15 Κύριε, ἐλέησόν μου τὸν υἱόν, ὅτι σεληνιάζεται καὶ κακῶς πάσχει· πολλάκις γὰρ πίπτει εἰς τὸ πῦρ καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ. 16 καὶ προσήνεγκα αὐτὸν τοῖς μαθηταῖς σου, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν αὐτὸν θεραπεῦσαι. 17 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ’ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετέ μοι αὐτὸν ὧδε. 18 καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐξῆλθεν ἀπ’ αὐτοῦ τὸ δαιμόνιον καὶ ἐθεραπεύθη ὁ παῖς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης. 19 Τότε προσελθόντες οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ κατ’ ἰδίαν εἶπον· Διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό; 20 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν. ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ, μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται· καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν. 21 τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. 22 Ἀναστρεφομένων δὲ αὐτῶν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Μέλλει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων 23 καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθήσεται. καὶ ἐλυπήθησαν σφόδρα.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
 Και όταν κατέβηκαν και ήλθαν προς το πλήθος, επλησίασεν αυτόν ένας άνθρωπος, που εγονάτισε εμπρός του με ευλάβειαν και είπε· 15 “Κυριε σπλαγχνίσου το παιδί μου, διότι σεληνιάζεται και ταλαιπωρείται πολύ φοβερά· διότι πολλές φορές πίπτει εις την φωτιά και πολλές φορές στο νερό. 16 Και έφερα αυτόν προς τους μαθητάς σου με την παράκλησιν να τον θεραπεύσουν και αυτοί δεν ημπόρεσαν να του χαρίσουν την θεραπείαν”. 17 Απεκρίθη δε ο Ιησούς και είπεν· “ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη από την κακίαν! Εως πότε θα είμαι μαζή σας; Εως πότε θα σας ανέχωμαι; Φερετε μου αυτόν εδώ”. 18 Και επέπληξεν ο Ιησούς το δαιμόνιον και εβγήκεν αυτό από το παιδί, το οποίον και εθεραπεύθη από την ώρα εκείνην. 19 Τοτε επλησίασαν οι μαθηταί τον Ιησούν ιδιαιτέρως και είπαν· “διατί ημείς δεν ημπορέσαμεν να διώξωμε αυτό το δαιμόνιον;” (Είπαν δε τούτο, διότι εις άλλας περιστάσεις είχαν εκδιώξει δαιμόνια). 20 Ο δε Ιησούς είπεν εις αυτούς· “ένεκα της απιστίας σας. Διότι σας διαβεβαιώνω, εάν έχετε πίστιν σαν το μικρό σπόρο του σιναπιού, θα πήτε στο βουνό τούτο· πήγαινε από εδώ εκεί και θα πάη και τίποτε δεν θα είναι για σας αδύνατον. 21 Μαθετε δε ότι αυτό το είδος των δαιμονίων δεν εκδιώκεται παρά με προσευχήν και νηστείαν”. 22 Ενώ δε περιήρχοντο εις την Γαλιλαίαν, είπε εις αυτούς ο Ιησούς· “ο Υιός του ανθρώπου μέλλει να παραδοθή εις τα χέρια μοχθηρών ανθρώπων 23 και θα τον θανατώσουν, και κατά την τρίτην ημέρα θα αναστηθή”. Και ελυπήθησαν παρά πολύ οι μαθηταί.